Γράφουν οι:  M.D. Δημήτρης Σούρας,   M. Sc. Δήμητρα Γ. Δασκαλάκη

Oι διαταραχές διατροφής ή διαταραχές στην πρόσληψη τροφής (eating disorders) διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες: 1) Ψυχογενής Ανορεξία 2) Ψυχογενής Βουλιμία 3) Διαταραχή στην Πρόσληψη Τροφής Μη Προσδιοριζόμενη Αλλιώς.
Tα διαγνωστικά κριτήρια της ψυχογενούς ανορεξίας κατά DSM-IV (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών) είναι: 1) Άρνηση διατήρησης κανονικού βάρους του σώματος πάνω από ένα ελάχιστο φυσιολογικό βάρος για την ηλικία και το ύψος 2) Έντονος φόβος απόκτησης βάρους ή πάχυνσης παρά το γεγονός ότι το άτομο είναι ελλιποβαρές 3) Διαταραχή στον τρόπο βίωσης του σωματικού βάρους ή του σωματικού σχήματος και επίδραση του σωματικού βάρους στην αυτοεκτίμηση 4) Μετεμμηνορρυσιακές διαταραχές, αμηνόρροια (π.χ. απουσία τριών συνεχόμενων εμμηνορυσιακών κύκλων). Τα βουλημικά συμπτώματα μπορεί να επισυμβαίνουν είτε ως ξεχωριστή διαταραχή (νευρική ή ψυχογενής βουλιμία) είτε ως μέρος της ψυχογενούς ανορεξίας.
Σε επίπεδο επιδημιολογίας οι διάφοροι τύποι διατροφικών διαταραχών υπολογί-ζονται στο 4% των εφήβων και των νεαρών φοιτητών.
Η ανορεξία εμφανίζεται κυρίως στην εφηβεία και 10-20 φορές περισσότερο στα κορίτσια από ότι στα αγόρια. H έναρξη απαντά ως επί το πλείστον στις ηλικίες 10-30 ετών με το 85% των περιστατικών να εμφανίζει ανορεξία στην επταετία 13-20 ετών.
Σε επίπεδο αιτιολογίας στην ψυχογενή ανορεξία υπεισέρχονται βιολογικοί, κοινωνικοί και ψυχολογικοί παράγοντες. Ως προς τους κοινωνικούς παράγοντες της διαταραχής αναφέρονται δυσλειτουργικές σχέσεις με τους γονείς και οικογενειακά ιστορικά κατάθλιψης, εξάρτηση από το αλκοόλ ή και διατροφική διαταραχή. Ως προς τους ψυχολογικούς παράγοντες η ψυχογενής ανορεξία αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια συμπεριφορά διεκδίκησης περισσότερης αυτονομίας σε κοινωνικό και σεξουαλικό επίπεδο. Κατά την ψυχανάλυση οι κοπέλες με ανορεξία έχουν ως χαρακτηριστικό τη δυσκολία αποχωρισμού από την μητέρα τους.
Οι ανορεκτικοί ασθενείς δρούν κρυφά και αρνούνται να τρώνε με την οικογένειά τους ή σε δημόσιους χώρους, χάνοντας βάρος με δραστική μείωση στην λήψη τροφής. Χαρακτηριστική θεωρείται η τάση των ατόμων αυτών να ετοιμάζουν γεύματα για άλλους. Η στέρηση της τροφής οδηγεί πολλές φορές σε συμπεριφορές υπερφαγίας με τρόπο κρυφό σε βραδυνές ώρες. Ακολουθεί η πρόκληση εμέτου, η χρήση καθαρκτικών και διουρητικών για την απώλεια βάρους καθώς και η υπερβολική άσκηση για απώλεια θερμίδων.
Γενικότερα, η συμπεριφορά απέναντι στο φαγητό είναι ιδιάζουσα, οι ανορεκτικοί κρύβουν φαγητά σε διάφορες γωνίες του σπιτιού τους ή έχουν στις τσέπες τους γλυκά.
Το φαγητό της ημέρας κόβεται σε πολύ μακριά κομμάτια και πολύς χρόνος αναλώνεται για την τοποθέτηση στο πιάτο. Κατά τη διάρκεια του γεύματος το φαγητό πετιέται ή κρύβεται σε χαρτοπετσέτες. Όταν τα παραπάνω γίνονται αντιληπτά τα άτομα τονίζουν ότι η συμπεριφορά τους είναι φυσιολογική ή αρνούνται ότι κατά αυτόν τον τρόπο συμπεριφέρονται.
Δυστυχώς τα άτομα αυτά δεν ενδιαφέρονται για τη θεραπεία ή ανθίστανται σε αυτή γιατί φοβούνται υπερβολικά την λήψη βάρους σημείο το οποίο ταυτίζουν με τη θεραπεία. Ο χαρακτήρας των ατόμων αυτών είναι απότομος και τελειοθηρικός. Τα ανορεκτικά άτομα έχουν σωματικούς πόνους, επιγάστρια δυσφορία, παρουσιάζουν κλεπτομανία σε γλυκά και φάρμακα (κυρίως καθαρκτικά) αλλά συχνά και σε ρούχα και άλλα αντικείμενα.

Τα οργανικά προβλήματα που προκαλούνται απο τις διαταραχές διατροφής είναι:
Α) Σχετιζόμενα προβλήματα με την απώλεια βάρους: καχεξία, καρδιολογικές επιπλοκές, πεπτικές-γαστρεντερικές, αναπαραγωγής, δερματολογικές, αιματολογικές, νευροψυχιατρικές επιπλοκές, σκελετικές ατροφίες
Β) Σχετιζόμενα προβλήματα με τη συμπεριφορά κάθαρσης μέσω εμετού και χρήσης καθαρκτικών: μεταβολικές, πεπτικές – γαστρεντερικές, νευροψυχιατρικές επιπλοκές, οδοντιατρικά προβλήματα.
Η ψυχογενής ανορεξία συνεμφανίζεται με καταθλιπτικές διαταραχές σε ποσοστιαία αναλογία 50% και υψηλά ποσοστά αυτοκτονικότητας. Ως εκ τούτου ασθενείς με ψυχογενή ανορεξία χρήζουν εκτενούς παθολογικής, ψυχιατρικής και νευρολογικής εξέτασης.
Σε επίπεδο διάγνωσης ο κλινικός θα πρέπει να αποκλείσει την πιθανότητα σύνδεσης της απώλειας βάρους με κάποια οργανική ασθένεια (π.χ. εγκεφαλικός όγκος και καρκίνος). Η πορεία και η έκβαση της ψυχογενούς ανορεξίας ποικίλλει από άμεση ανάρρωση χωρίς θεραπεία, ανάρρωση μετά από μεγάλο αριθμό θεραπειών, αυξομειώσεις βάρους, λιμοκτονία και θάνατο. Γενικά, η βραχυπρόθεσμη απόκριση των ασθενών στη νοσηλεία είναι καλή με μια ποσοστιαία αναλογία θνησιμότητας 5-18%. Σε επίπεδο θεραπείας ενδείκνυται συχνά νοσηλεία συνδυαστικά με ατομική (γνωσιακή – συμπεριφοριστική θεραπεία) και οικογενειακή θεραπεία.
Στο πλαίσιο της νοσηλείας ο πρώτος στόχος είναι η ανάκτηση του διατροφικού στόχου δοθέντος ότι η αφυδάτωση, η στέρηση τροφής και η διαταραχή των ηλεκτρολυ-τών οδηγεί σε σοβαρά προβλήματα υγείας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στο θάνατο.
Οι ασθενείς υποτιμούν τη θεραπεία και γι’ αυτόν τον λόγο αρνούνται τη θεραπεία και εκλιπαρούν τους συγγενείς τους να υπογράψουν και τους πάρουν από το νοσοκομείο.
Η πλειοψηφία των ασθενών με ψυχογενή ανορεξία χρειάζεται συνεχείς παρεμβάσεις μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο. Οι γνωσιακές – συμπεριφορικές τεχνικές ενδείκνυται για τη ρύθμιση του βάρους και την τροποποίηση των διατροφικών συμπεριφορών.

Ψυχογενής βουλιμία
Απαντά σε μεγαλύτερο ποσοστό από ότι η ψυχογενής ανορεξία και έχει ως κύριο χαρακτηριστικό ενίοτε ανεξέλεγκτα επαναλαμβανόμενα επεισόδια κατανάλωσης μεγάλων ποσοτήτων φαγητού συνδεόμενα μεσυναισθήματα ενοχής, κατάθλιψης και αυτοαπέχθειας.
Επιπροσθέτως, ακολουθούν συμπεριφορές αντι-στάθμισης, όπως αυτοπροκαλούμενος εμετός, χρήση καθαρκτικών ή διουρητικών, νηστεία ή υπερβολική γυμναστική για την παρεμπόδιση λήψης βάρους.
Τα διαγνωστικά κριτήρια για την ψυχογενή βουλιμία κατά DSM-IV (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ταξινόμησης των Ψυχικών Διαταραχών) είναι:
Α. Επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας.
Β. Επαναλαμβανόμενη ακατάλληλη αντισταθμιστική συμπεριφορά για την παρεμπόδιση λήψης βάρους, όπως αυτοπροκαλούμενος εμετός, κατάχρηση διουρητικών ή άλλων φαρμακευτικών σκευασμάτων, νηστεία ή υπερβολική άσκηση.
Γ. Η υπερφαγία και η ακατάλληλη αντισταθμιστική συμπεριφορά συμβαίνουν κατά μέσο όρο δυο φορές την εβδομάδα για τρεις μήνες.
Δ. Η αυτοεκτίμηση επηρεάζεται απο την εικόνα του σώματος και το βάρος.
Ε. Η διαταραχή δεν συμβαίνει αποκλειστικά κατά τη διάρκεια των επεισοδίων της ψυχογενούς ανορεξίας.
Σε επίπεδο επιδημιολογίας 1-3% των νεαρών γυναικών παρουσιάζουν πρόβλημα βουλιμίας που συχνά εμφανίζεται με ιστορικό παχυσαρκίας. Η έναρξη συμβαίνει πιο αργά στην ενήλικη ζωή, ενώ περιστασιακά συμπτώματα βουλιμικού τύπου αναφέρονται στο 40% των φοιτητριών. Σε επίπεδο αιτιολογίας αναφέρονται οι ακόλουθοι παράγοντες:
1) Βιολογικοί (νευροδιαβιβαστές)
2) Κοινωνικοί (κοινωνικές πιέσεις για καλή εμφάνιση και επιτυχία, καταθλιπτικοί-απορριπτικοί γονείς)
3) Ψυχολογικοί (δύσκολη εφηβεία, παρορμητικός χαρακτήρας, συναισθηματική αστάθεια, αλκοολισμός, κλεπτομανία).
Κατά τη διάρκεια των βουλιμικών επεισοδίων οι βουλιμικοί τρώνε παχυντικές τροφές, κυρίως γλυκά, και μετά τον εμετό έχουν καταθλιπτική διάθεση και αισθάνονται ντροπή και ενοχές. Οι βουλιμικοί αγχώνονται για την εμφάνισή τους, ανησυχούν για τη γνώμη των άλλων και αγωνιούν για το κατά πόσο είναι σεξουαλικά επιθυμητά άτομα.
Η ψυχογενής βουλιμία παρατηρείται σε άτομα με διαταραχές διάθεσης και διαταραχές ελέγχου παρορμήσεων, χρήση ουσιών, διαταραχές προσωπικότητας, αγχώδεις διαταραχές, διασχιστικές διαταραχές και ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης.
Η ψυχογενής βουλιμία έχει καλύτερη πρόγνωση συγκριτικά με την ψυχογενή ανορεξία με τους βουλιμικούς να παρουσιάζουν 50% βελτίωση στη συμπεριφορά υπερφαγίας – κάθαρσης όταν ξεκινούν τη θεραπεία. Ασθενείς με βαριά συμπτωματολογία ενίοτε χρήζουν νοσηλείας. Σε επίπεδο θεραπείας η ψυχογενής βουλιμία χρήζει διαφορετικών παρεμβάσεων από ατομική ψυχοθεραπεία με γνωσιακές-συμπεριφορικές τεχνικές, ομαδική ψυχοθεραπεία, οικογενειακή θεραπεία και φαρμακοθεραπεία. Οι ασθενείς με ψυχογενή βουλιμία συνήθως αντιμετωπίζονται επιτυχώς ως εξωτερικοί ασθενείς και δεν χρήζουν υποχρεωτικά νοσηλείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις όταν οι συμπεριφορές υπερφαγίας – κάθαρσης είναι εκτός ελέγχου, η θεραπεία σε εξωτερική βάση δεν είναι επιτυχής. Και όταν ακόμη ένας ασθενής έχει επιπρόσθετη ψυχιατρική συμπτωματολογία, όπως αυτοκτονικότητα και χρήση ουσιών, μπορεί η νοσηλεία να επιβάλλεται.