Γράφουν οι:  M.D. Δημήτρης Σούρας,   M. Sc. Δήμητρα Γ. Δασκαλάκη

Τo άγχος ορίζεται ως μια συναισθηματική κατάσταση που προκαλεί δυσφορία και περιλαμβάνει αισθήματα τάσης, φόβου ή τρόμου ως απάντηση σε κίνδυνο που είναι άγνωστος ή δεν αναγνωρίζεται.
Ο κλινικός θα πρέπει να διακρίνει κατά πόσο πρόκειται για φυσιολογικό ή παθολογικό τύπο άγχους που συνήθως συνδέεται με πολλά οργανικά προβλήματα και χρειάζεται πλήρη νευροψυχιατρική αξιολόγηση.
Το άγχος έχει προειδοποιητικό χαρακτήρα αναφορικά με κάποιον εσωτερικό ή εξωτερικό κίνδυνο, επηρεάζει τη σκέψη, την αντίληψη και τη μάθηση και μπορεί να προκαλέσει σύγχυση.
Σε επίπεδο αιτιολογίας οι βιολογικές θεωρίες του άγχους αναφέρονται στην ενεργοποίηση του αυτόνομου νευρικού συστήματος που προκαλεί συμπτώματα όπως καρδιαγγγειακά (π.χ. ταχυκαρδία), μυικά (π.χ. κεφαλαλγία), γαστρεντερικά (π.χ. διάρροια), αναπνευστικά (π.χ. ταχύπνοια) και σε διαταραχές νευροδιαβιβαστών. Από γενετικές μελέτες, γενικότερα, οι αγχώδεις διαταραχές είναι συχνότερες σε συγγενείς πρώτου βαθμού.
Οι θεωρητικοί μάθησης προσανατολίζονται σε γνωσιακές προσεγγίσεις για την κατανόηση και τη θεραπεία των αγχωδών διαταραχών.
Κατά τη γνωσιακή θεωρία ο λανθασμένος τρόπος σκέψης επηρεάζει το άγχος και την αγχώδη συμπεριφορά.
Ασθενείς με αγχώδεις διαταραχές κάνουν χρήση αλκοόλ για να μειώσουν το άγχος και ειδικότερα το κοινωνικό άγχος. Στην αγχώδη διαταραχή, οφειλόμενη σε σωματική κατάσταση, τα συμπτώματα άγχους σχετίζονται με σωματικές καταστάσεις με τον επιπολασμό της διαταραχής να ποικίλλει ανάλογα με τη σωματική κατάσταση.
Γενικά το άγχος αποτελεί κοινό σύμπτωμα σε πολλές ψυχιατρικές διαταραχές.
Οι σωματικές καταστάσεις που μπορούν να προκαλέσουν άγχος είναι:
1) Νευρολογικές διαταραχές
2) Συστηματικές καταστάσεις
3) Ενδοκρινικές καταστάσεις
4) Φλεγμονώδεις διαταραχές
5) Τοξικές καταστάσεις
6) Ιδιοπαθείς ψυχιατρικές καταστάσεις
7) Ανεπάρκεια βιταμινών.
Η αγχώδης διαταραχή που προκαλείται από ουσίες είναι ιδιαίτερα συχνή λόγω της χρήσης ουσιών (αμφεταμίνη, κοκαΐνη, καφεΐνη) και της συνταγογραφίας των φαρμακευτικών ουσιών όπου ορισμένα συνταγογραφούμενα φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν συμπτώματα αγχώδους διαταραχής σε ευαίσθητα άτομα.
Στην μικτή αγχώδη – καταθλιπτική διαταραχή οι ασθενείς εμφανίζουν αγχώδη και καταθλιπτικά στοιχεία χωρίς να πληρούν τα κριτήρια ούτε αγχώδους ούτε καταθλιπτικής διαταραχής.
Οι ψυχοθεραπείες μπορεί να είναι βραχείες όπως η γνωσιακή και η συμπεριφοριολογική προσέγγιση. Η φαρμακευτική αγωγή περιλαμβάνει αγχολυτικά ή αντικαταθλιπτικά ή συνδυασμό.
Στη συνέχεια θα αναφερθούμε συνοπτικά στις βασικότερες κατηγορίες των διαταραχών άγχους.
Η διαταραχή πανικού περιλαμβάνει μια διακριτή περίοδο έντονου φόβου και δυσφορίας κατά τη διάρκεια της οποίας τουλάχιστον τέσσερα σωματικά συμπτώματα (αίσθημα παλμών ή επιτάχυνση καρδιακού ρυθμού, εφίδρωση, τρόμος, λαχάνιασμα, πόνος ή δυσφορία στο στήθος, ζάλη ή τάση λιποθυμίας, παραισθήσεις, εξάψεις ή φόβος θανάτου κ.τ.λ.) εμφανίστηκαν αιφνιδίως ή κορυφώθηκαν σε 10 λεπτά της ώρας.
Η συχνότητα των κρίσεων πανικού ποικίλλει από πολλές κατά τη διάρκεια της ημέρας μέχρι λίγες μόνο στη διάρκεια ενός έτους και μπορεί να συνοδεύεται από αγοραφοβία δηλαδή το φόβο έκθεσης του ατόμου σε δημόσια μέρη από όπου η απομάκρυνση είναι δυσχερής.
Καταστάσεις που μπορεί να προηγούνται της κρίσης πανικού είναι η χρήση καφεΐνης, αλκοόλ, νικοτίνης ή άλλων ουσιών καθώς και ακατάστατατες ώρες γευμάτων και ύπνου.
Με κατάλληλη θεραπεία φαρμακευτική και ψυχοθεραπεία (γνωσιακή – συμπεριφοριολογική και οικογενειακή θεραπεία) επιτυγχάνεται η μακροπρόθεσμη ύφεση των συμπτωμάτων.
Φοβία είναι ο παράλογος φόβος που οδηγεί στην αποφυγή ενός φοβικού αντικειμένου, μιας δραστηριότητας ή μιας κατάστασης.
Η κοινωνική φοβία ως χρόνια και αναπηρική κατάσταση χαρακτηρίζεται από υπερβολικό φόβο ταπείνωσης ή γελοιοποίησης σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις.
Στην ειδική φοβία τα φοβικά αντικείμενα κατά φθίνουσα σειρά είναι τα ζώα, οι καταιγίδες, το ύψος, οι ασθένειες, η βλάβη υγείας και ο θάνατος. Οι διαφορετικοί τύποι φοβιών μπορεί να έχουν διαφορετικές αιτίες και να αποτελούν αποτέλεσμα αλληλεπιδράσεων βιολογικών – γενετικών παραγόντων και περιβαλλοντικών συνθηκών. Θεωρητικά το άγχος πυροδοτείται όταν ένα ερέθισμα που προκαλεί φυσιολογικά φόβο συνεμφανίζεται με ένα ουδέτερο ερέθισμα και λόγω της συνάφειάς τους το ουδέτερο ερέθισμα αποκτά την ιδιότητα να προκαλεί φόβο.
Διακριτικοί τύποι ειδικής φοβίας είναι: ζωοφοβία, φυσικό περιβάλλον (π.χ. φοβία καταιγίδων, ύψη, νερό), αίμα – ένεση – τραύμα και καταστασιακός τύπος (π.χ. φοβία αυτοκινήτων, αεροπλάνων, ανελκυστήρων, κλειστών χώρων). Μη ψυχιατρικές σωματικές καταστάσεις που ενδεχομένως να συνοδεύονται με φοβία είναι η χρήση ουσιών, οι όγκοι του εγκεφάλου και τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια. Στη θεραπεία ειδικής και κοινωνικής φοβίας χρησιμοποιούνται φαρμακευτικές και ψυχοθεραπευτικές τεχνικές προσεγγίσεις ο συνδυασμός των οποίων αποτελεί και την αποτελεσματικότερη θεραπεία. Ψυχοθεραπευτικά στην περίπτωση της ειδικής φοβίας ο ασθενής εκτίθεται στο φοβογόνο ερέθισμα και εκπαιδεύεται σε τεχνικές αντιμετώπισης του άγχους.
Συνεχίζοντας τις κατηγορίες των αγχωδών διαταραχών από τη δεκαετία του 1980 η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή θεωρείται συχνή και αντιμετωπίσιμη ασθένεια.
Η ιδεοληψία θεωρείται μια παρείσακτη ιδέα, συναίσθημα ή αίσθηση και ο ψυχαναγκασμός μια συνειδητή, σταθερή, επαναλαμβανόμενη σκέψη ή συμπεριφορά.
Σε επίπεδο αιτιολογίας στο σχηματισμό των συμπτωμάτων συμμετέχει η απορρύθμιση της σεροτονίνης ενώ αναφέρονται ευρήματα σε ποικίλες λειτουργικές μελέτες απεικόνισης του εγκέφαλου καθώς και ο ρόλος της κληρονομικότητας.
Η πιο συχνή ιδεοληψία είναι αυτή της μόλυνσης όπου ο ασθενής δυσκολεύεται να αποφύγει τα αντικείμενα. Οι ασθενείς σε ορισμένες περιπτώσεις αφαιρούν κυριολεκτικά το δέρμα από τα χέρια με το υπερβολικό πλύσιμο ή δυσκολεύονται να απομακρυνθούν από το σπίτι λόγω του φόβου των μικροβίων.
Δεύτερη σε σειρά είναι η ιδεοληψία της αμφιβολίας που ακολουθείται από ψυχαναγκασμό ελέγχου (π.χ. δεν σβήστηκε η ηλεκτρική κουζίνα ή δεν κλειδώθηκε η πόρτα).
Η βιβλιογραφία επίσης αναφέρει ιδεοληψίες που σχετίζονται με επαναλαμβανόμενες σκέψεις μιας σεξουαλικής ή επιθετικής πράξης όπως την ανάγκη για συμμετρία και ακρίβεια.
Χαρακτηριστικές είναι και οι ιδεοληψίες θρησκευτικού περιεχομένου. Θεραπευτικά ενδείκνυνται περισσότερο φαρμακολογικές προσεγγίσεις και γνωσιακή – συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία.
Η διαταραχή μετά από τραυματικό stress περιλαμβάνει ένα τόσο έντονο συναισθηματικό stress που να θεωρείται τραυματικό για τον καθένα, όπως σε περιπτώσεις μάχης, φυσικών καταστροφών, επιθέσεων, βιασμών και σοβαρών ατυχημάτων.
Η διαταραχή του οξέως stress αφορά ασθενείς όπου τα συμπτώματα συμβαίνουν εντός 4 εβδομάδων από το τραυματικό γεγονός και διαρκούν από 2 ημέρες μέχρι 4 εβδομάδες.
Σε επίπεδο βιολογικών παραγόντων αναφέρονται διάφορα είδη νευροδιαβιβαστικών συστημάτων.
Η ύπαρξη κοινωνικού δικτύου υποστήριξης μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της μετατραυματικής διαταραχής. Η θεραπεία συνίσταται σε φαρμακευτική αγωγή συνδυαστικά με γνωσιακές – συμπεριφορικές θεραπείες, ομαδική και οικογενειακή ψυχοθεραπεία.
Η νοσηλεία ενδεχομένως να κρίνεται απαραίτητη στις περιπτώσεις έντονης συμπτωματολογίας ή κινδύνου αυτοκτονίας ή άλλης βίαιης συμπεριφοράς.
Η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή περιλαμβάνει την υπερβολική και διάχυτη ανησυχία με σωματικά συμπτώματα και τη σημαντική μείωση της κοινωνικής ή επαγγελματικής λειτουργίας. Σε επίπεδο αιτιολογίας εξετάζεται ο ρόλος του νευροδιαβιβαστικού συστήματος της σεροτονίνης και μεγάλος αριθμός ερευνών εξετάζει το ρόλο του ινιακού λοβού, των βασικών γαγγλίων, του μεταιχμιακού συστήματος και του μετωπιαίου φλοιού.
Ο οργανικός έλεγχος του άγχους περιλαμβάνει πλήρη αιματολογικό έλεγχο, ηλεκτροκαρδιογραφικό και έλεγχο θυρεοειδούς. Επίσης λαμβάνεται υπ’όψιν αποκλεισμός τοξίκωσης από καφεΐνη, κατάχρηση διεγερτικών ουσιών, στέρηση αλκοόλ, ηρεμιστικών χαπιών και αγχολυτικών.
Λόγω της συνεμφάνισης της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής με άλλες ψυχικές διαταραχές η κλινική πορεία και η πρόγνωση είναι δύσκολα προβλέψιμες. Χρησιμοποιούνται διάφορα φάρμακα ενώ η λανθασμένη χορήγηση των βενζοδιαζεπινών μπορεί να προκαλέσει ανοχή και εξάρτηση, μειωμένη εγρήγορση και κίνδυνο κατά την οδήγηση ή τη χρήση μηχανημάτων. Ψυχοθεραπευτικά αποτελεσματικές θεωρούνται οι γνωσιακές και συμπεριφορικές προσεγγίσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Kaplan, H.I., Sadock,B.J. & Grebb, J.A. (1994) Synopsis of Psychiatry. Behavioral Sciences. Clinical Psychiatry. Williams & Wilkins.
2. Mάνος, Ν. (1997). Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής. Εκδόσεις: University Studio Press.