Γράφουν οι:  Παναγιώτης Χαλβατσιώτης Αγγελική Σαρδέλη

Οι ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ουσίες, όπως για παράδειγμα η στέβια, η ασπαρτάμη και η σουκραλόζη είναι αποδεδειγμένα προτιμητέες διατροφικές επιλογές σε σύγκριση με τη σακχαρόζη (ζάχαρη) όταν θέλουμε να χάσουμε βάρος. Έτσι λοιπόν επειδή η γλυκιά γεύση είναι αδιαμφισβήτητα μεγάλη απόλαυση και δεν πρέπει να χαθεί, μπορούμε να αντικαταστήσουμε τις παραδοσιακές γλυκαντικές ουσίες, όπως το μέλι και η σακχαρόζη, με τις νέες ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ουσίες, που έχουν ελάχιστες θερμίδες και έτσι να οδηγηθούμε σε απώλεια σωματικού βάρους. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που η χρήση αυτών των ουσιών σε διάφορα τρόφιμα και προϊόντα, όπως είναι, τα αναψυκτικά, και τα γλυκά, ολοένα και αυξάνει, βρίσκοντας πολλούς νέους καταναλωτές-πιστούς οπαδούς. Εξάλλου πολλές πλέον μελέτες έχουν αποδείξει ότι η κατανάλωσή τους είναι απολύτως ασφαλής, πράγμα που οδηγεί και τους πλέον δύσπιστους να τις επιλέγουν. Θα πρέπει όμως πάντα η χρήση των ολιγοθερμιδικών αυτών γλυκαντικών ουσιών να συνδυάζεται με μια ισορροπημένη διατροφή, γιατί οι ουσίες αυτές δεν προκαλούν από μόνες τους απώλεια βάρους, αλλά απλά η χρήση τους οδηγεί σε μείωση των συνολικών ημερήσιων προσλαμβανόμενων θερμίδων που οι περισσότερες από αυτές «αποθηκεύονται» με τη μορφή λίπους στο σώμα μας. Είναι εμφανή τα αποτελέσματα στην απώλεια σωματικού βάρους όταν αντικατασταθεί η κατανάλωση σακχαρούχων αναψυκτικών και ενεργειακών ροφημάτων με αντίστοιχα διαιτητικά, όπου η γλυκειά γεύση τους προκύπτει με την αντικατάσταση της σακχαρόζης από τις προαναφερθείσες ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ύλες. Ιδιαίτερη εντύπωση όμως κάνει, και που χρήζει περαιτέρω έρευνας, το γεγονός ότι σε μια πρόσφατη μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο στις ΗΠΑ, στους εθελοντές που επί τρίμηνο κατανάλωσαν διαιτητικά αναψυκτικά παρατηρήθηκε μια μείωση του σωματικού τους βάρους της τάξης του 44% σε σύγκριση με τους εκείνους που κατανάλωναν αποκλειστικά νερό. Θα πρέπει βέβαια να διευκρινισθεί πως για κανένα λόγο δεν είναι δυνατόν να προταθεί η αντικατάσταση του πόσιμου νερού από οποιοδήποτε βιομηχανικό προϊόν.

Ιδιαίτερα για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, έχει δειχθεί πόσο σημαντική βοήθεια προσφέρει η κατανάλωση των γλυκαντικών ουσιών στοχεύοντας πάντα στην επίτευξη της καλής ρύθμισης του σακχάρου του αίματος. Γνωρίζοντας πως ο Σακχαρώδης Διαβήτης επιβαρύνει τη ζωή τουλάχιστον του ενός στους δέκα συνανθρώπους μας και με ποσοστά που συνεχώς να αυξάνονται, η σωστή ρύθμισή του αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την πρόληψη τόσο των οξέων, όσο και των επώδυνων μακροχρόνιων επιπλοκών του που επιβαρύνουν την υγεία και επιδεινώνουν την ποιότητα της ζωής. Στις χρόνιες επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη εντάσσονται η τύφλωση λόγω διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας, η νεφρική ανεπάρκεια, η διαβητική νευροπάθεια που με τη σειρά της αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης του λεγόμενου διαβητικού ποδιού οδηγώντας συχνά σε γάγγραινα και ίσως στον ακρωτηριασμό. Επίσης στα πλαίσια της μακροαγγειαπάθειας, η εμφάνιση πολύ γρήγορα της αθηρωματικής βλάβης στα μεγάλα αγγεία, για την οποία συνεισφέρουν όχι μόνο η χρόνια υπεργλυκαιμία, αλλά και η αρρύθμιστη αρτηριακή πίεση και η δυσλιπιδαιμία, αποτελεί την κύρια αιτία των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων και του εμφράγματος. Η στέβια, η ασπαρτάμη και η σουκρόζη, ως οι κύριοι εκπρόσωποι των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών ουσιών, έχει δειχθεί ότι μειώνουν κυρίως τις μεταγευματικές τιμές της γλυκόζης, που εκτός από τις βλάβες που προκαλούν στα αγγεία, αποτελούν και την πρώιμη διαταραχή των επιπέδων του σακχάρου στον προδιαβήτη. Επιπλέον, αφού έχει πιστοποιηθεί πως τα σακχαρούχα τρόφιμα έχουν δυσμενή επίδραση στα λιπίδια του αίματος η αντικατάστασή τους από τις ολιγοθερμιδικές αντίστοιχα γλυκαντικές ύλες θα έχει σαν αποτέλεσμα εκτός από την απώλεια σωματικού βάρους να προστατεύονται τα αγγεία από τα αναμενόμενα χαμηλότερα επίπεδα λιπιδίων στο αίμα.

Οι υδατάνθρακες αποτελούν το προσφορότερο υπόστρωμα για την παραγωγή ενέργειας στο ανθρώπινο σώμα και πολλοί ερευνητές προτείνουν την υπόθεση ότι η γλυκειά γεύση ίσως αποτελεί ένα μηχανισμός που μας χάρισε η φύση για να λειτουργεί ανταποδοτικά (ως ανταμοιβή) για την επιλογή και κατανάλωσή τους. Από την άλλη μεριά είναι πλέον γνώση ότι η στέρηση αυτής της γλυκειάς γεύσης-ανταμοιβής μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε καταθλιπτική σημειολογία. Επομένως είναι αξιοσημείωτο ότι πέρα από τις θετικές επιδράσεις στο μεταβολισμό, οι ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ουσίες μπορεί να επηρεάζουν και τη διάθεσή μας χαρίζοντας την γλυκειά γεύση όπου θεωρητικά «απαγορεύεται» για λόγους υγείας. Πολλές μελέτες, που συνέκριναν τη γευστική ανταμοιβή τους, απέδειξαν ότι αυτή ξεπερνά σε ευχαρίστηση ακόμη και τη λήψη ψυχοτρόπων ουσιών! Επομένως, μπορεί κανείς με ένα απλό και εύκολο τρόπο να βελτιώσει και τη διάθεσή, αφού δεν θα στερήσει την γλυκειά γεύση σε άτομα που είναι είτε είναι μη συνιστώμενη ή απαγορευτική η κατανάλωση σακχαρόζης.

Είναι όμως ασφαλής η κατανάλωση αυτών των ουσιών? Έχει αναπτυχθεί τελευταία μία ανησυχία, λόγω της διάχυσης πληροφοριών, που παρουσιάζουν τις ουσίες αυτές να συνδυάζονται με κίνδυνο ανάπτυξης κακοηθειών. Εν τούτοις καμία μελέτη μέχρι σήμερα δεν έχει επιβεβαιώσει κάτι τέτοιο. Μια πολυετής έρευνα από ομάδα Ιταλών επιστημόνων του Ινστιτούτου Φαρμακολογίας Mario Negri, που διήρκεσε 13 χρόνια και μελέτησε προσεκτικά την επίδραση της κατανάλωσης των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών ουσιών στην υγεία 9000 εθελοντών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωσή τους ουδόλως συσχετίζεται με την ανάπτυξη καρκίνου. Παρόλα αυτά για την προφύλαξη από τυχόν παρενέργειες, παγκόσμιοι οργανισμοί, όπως ο Food and Drug Administration (FDA) στις ΗΠΑ και o European Medicines Agency (ΕΜΑ) στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνιστούν ανώτατα επιτρεπόμενα ημερήσια όρια. Πιο συγκεκριμένα για την ασπαρτάμη προτείνουν το συνολικό ανώτερο επιτρεπόμενο όριο πρόσληψής της να μην υπερβαίνει τα 50mg ημερησίως ανά κιλό σωματικού βάρους. Αυτό σημαίνει για παράδειγμα ότι ένας ενήλικας βάρους 80 κιλών δε θα πρέπει να καταναλώνει περισσότερο από 4 kg ασπαρτάμης την ημέρα, που πρακτικά ισοδυναμεί με κατανάλωση περίπου 21 κουτιών αναψυκτικών (light, max, zero) στη διάρκεια μιας ημέρας. Αυτή η ανώτατη ποσότητα βέβαια προσδιορίζει ένα μάλλον απίθανο αριθμό αναψυκτικών που θα μπορούσε κανείς να καταναλώσει στη διάρκεια μιας ημέρας.

Στη μνημονιακή Ελλάδα με την κατάργηση μιας ποικιλίας παραδοσιακών προϊόντων που παρήγαγε ο αγροτικός μας πληθυσμός, έγινε αναγκαστική στροφή σε νέες καλλιέργειες. Η παραγωγή της στέβιας, και μάλιστα της βιολογικής, σε καπνοχώραφα της Θεσσαλίας και των Σερρών που ήταν σε αγρανάπαυση, αυξάνει πολλαπλασιαστικά κάθε χρόνο και μπορεί να αποτελέσει μια δυναμική διέξοδο για την εφαρμογή μιας εύρωστης οικονομικά γεωργικής παραγωγής που θα στηρίξει την εθνική οικονομία. Η στέβια λοιπόν με τις νέες οικονομικές προοπτικές για την Ελλάδα, την εποχή που η ζάχαρη είναι πλέον εισαγώγιμο προϊόν, αλλά και οι άλλες ολιγοθερμιδικές γλυκαντικές ουσίες κερδίζουν συνεχώς όλο και περισσότερους καταναλωτές. Και αυτό γιατί αποτελούν την πρωταρχική επιλογή όλων όσων επιθυμούν να προσέχουν την υγεία τους, χωρίς να στερούνται των γευστικών απολαύσεων. Έτσι η χρήση τους θα πρέπει να αποτελεί μία επιλογή, που θα δικαιούται ο καθένας μας ελεύθερα και από ότι συνάγεται από τα προαναφερθέντα, φαίνεται ότι είναι και μια σωστή επιλογή για μια «γλυκειά» ζωή γεμάτη υγεία.