Γράφει o:  Βασίλης Πουλάκης

Ο όρος υπογονιμότητα έχει αντικαταστήσει τον άκομψο και απόλυτο όρο στειρότητα, που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν και αναφέρεται στο ζευγάρι που επιθυμεί και βρίσκεται σε προσπάθεια τεκνοποίησης και όχι μεμονωμένα στους συντρόφους, δηλαδή τον άνδρα ή τη γυναίκα ξεχωριστά.
Ένα ζευγάρι χαρακτηρίζεται υπογόνιμο, όταν δεν καταφέρνει να φτάσει σε κύηση, μετά από ένα έτος συχνών σεξουαλικών επαφών, χωρίς τη χρήση αντισυλληπτικών μεθόδων.

Συχνότητα – επιδημιολογικά στοιχεία
Από το σύνολο των ζευγαριών που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν, ένα ποσοστό 25% δεν επιτυγχάνουν κύηση μετά από χρονικό διάστημα ενός έτους, 15% αναζητούν ιατρική βοήθεια για το πρόβλημα τους και ένα ποσοστό 5% τελικά δεν κατορθώνουν να γίνουν βιολογικοί γονείς.

Όταν ένα ζευγάρι χαρακτηρίζεται υπογόνιμο, το φλέγον ερώτημα που αναπόφευκτα έρχεται στο προσκήνιο, είναι το «ποιος φταίει». Έως πριν λίγα χρόνια, όπως είναι γνωστό η ευθύνη αποδιδόταν στη γυναίκα, σήμερα όμως πια γνωρίζουμε ότι είναι πολύ συνηθισμένη η συνύπαρξη παραγόντων υπογονιμότητας και από τους δύο συντρόφους.

Ο άνδρας ευθύνεται αποκλειστικά σε περίπου 40% των περιπτώσεων, ενώ συμμετέχει σε άλλο ένα ποσοστό 20% μαζί με τη σύντροφό του, άρα η αιτιολογική συμμετοχή του άνδρα στην υπογονιμότητα του ζεύγους βλέπουμε ότι υπάρχει περίπου σε ένα ποσοστό 60%.

Από κάποιες επιδημιολογικές μελέτες προκύπτει ότι υπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο μια «εξασθένιση» του σπέρματος της τάξης του 1,5-3,1 % ετησίως (ανάλογα με τη χώρα που έγινε η μελέτη). Από μια μελέτη που εκπονήθηκε στην Ελλάδα, από το «Ανδρολογικό Ινστιτούτο Αθηνών», προέκυψε ότι το ποσοστό των ανδρών με ολιγοσπερμία, σε ένα προάστιο της Αθήνας, με χαμηλό δείκτη περιβαλλοντικής ρύπανσης ήταν 4%, τη στιγμή που στην περιοχή του Θριασίου (όπου λόγω της ύπαρξης πολλών βιομηχανιών τα επίπεδα ρύπανσης είναι πολύ υψηλότερα) ήταν 13%, και σε αγροτική περιοχή της Κρήτης, όπου γίνεται συστηματική χρήση φυτοφαρμάκων, το ποσοστό των ανδρών με ολιγοσπερμία ήταν 14%.
Θα πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε, ότι στο σύγχρονο δυτικό κόσμο, η γυναίκα αναβάλλει την πρώτη της εγκυμοσύνη, έως ότου τελειώσει τις σπουδές της και αποκατασταθεί επαγγελματικά, γεγονός που σημαίνει ότι κάνει τις πρώτες της προσπάθειες για τεκνοποίηση σε ηλικία μεγαλύτερη των 30 ετών. Έχει βρεθεί όμως από στατιστικές μελέτες, ότι η γονιμότητα μιας γυναίκας 35 ετών, είναι μειωμένη κατά 50 % σε σχέση με την ηλικία των 25 ετών, ενώ αυτή η μείωση αυξάνεται με την ηλικία της γυναίκας, για να φτάσει στην ηλικία των 40 να εμφανίζεται μειωμένη πάνω από 95%, σε σχέση με την ηλικία των 25 ετών! Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι οι γυναίκες που θέλουν να τεκνοποιήσουν σήμερα είναι σαφώς πιο υπογόνιμες εξ’ ορισμού από ότι παλαιότερα, γεγονός που οδηγεί πιο συχνά στην ανάδειξη του ανδρικού παράγοντα υπογονιμότητας, ακόμη και εάν αυτός είναι ήπιος ή οριακός, με αποτέλεσμα να αναδεικνύονται οριακές καταστάσεις ολιγοασθενοσπερμίας, που παλαιότερα δεν θα χρειάζονταν να ελεγχθούν. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ακούμε σήμερα πιο πολύ παρά ποτέ για την ανδρική υπογονιμότητα.

Πώς γίνεται η αρχική διάγνωση της ανδρικής υπογονιμότητας;
Σε αντίθεση με τη γυναίκα, στην οποία μια αιτία υπογονιμότητας μπορεί να βρίσκεται σε πολλά επίπεδα, που χρειάζονται διαφορετικές, εξειδικευμένες και συχνά επίπονες εξετάσεις για να διαγνωσθούν, στον άνδρα, η αρχική εκτίμηση της γονιμότητας γίνεται με μία και μόνη εξέταση, η οποία είναι πολύ εύκολο να πραγματοποιηθεί: το σπερμοδιάγραμμα.

Η συλλογή του σπέρματος γίνεται σε αποστειρωμένο δοχείο με αυνανισμό, αφού έχει προηγηθεί σεξουαλική αποχή 3-5 ημερών. Το υλικό προσκομίζεται σε σύντομο χρονικό διάστηκα στο εργαστήριο (αν είναι δυνατόν μέσα σε 30 – 60 λεπτά), όπου εξετάζεται, αφού υποστεί ειδική επεξεργασία και μας δίνει πληροφορίες για τον αριθμό των σπερματοζωαρίων, την κινητικότητα και τη μορφολογία τους, καθώς και για τη γλοιότητα του σπέρματος, το χρόνο ρευστοποίησης του σπέρματος, το ρΗ του, την ύπαρξη μικροβίων. Εάν τα σπερμοδιάγραμμα είναι φυσιολογικό, βάσει κάποιων κριτηρίων που υπάρχουν και είναι αποδεκτά παγκοσμίως, τότε το βάρος πέφτει στη διερεύνηση του γυναικείου παράγοντα. Αν, αντιθέτως, υπάρχουν παθολογικό ευρήματα, τότε αφού πρώτα γίνει επανάληψη του σπερμοδιαγράμματος και επιβεβαιωθούν τα ευρήματα, προχωρούμε στην αιτιολογική διερεύνηση.