Γράφει o:  Μιχάλης Κυριακίδης

Με τον όρο καρδιακή ανεπάρκεια εννοούμε την αδυναμία της καρδιάς να επιτελέσει το έργο της, δηλαδή να τροφοδοτήσει το σώμα με τις απαιτούμενες για τις περιστάσεις ποσότητες αίματος. Είναι αναγνωρισμένη σαν κλινικό σύνδρομο για περισσότερα από 2.000 χρόνια, σε αντίθεση με το έμφραγμα της καρδιάς και την υπέρταση, από τις συχνότερες αιτίες της καρδιακής ανεπάρκειας, που έγιναν γνωστά νοσήματα μόλις τον 20ο αιώνα. Ακόμα και αυτή η στηθάγχη (ο πόνος στο στήθος από την κακή αιμάτωση της καρδιάς) έγινε γνωστή μόνο τα τελευταία 200 χρόνια.

Η επιδημιολογία, η φυσική ιστορία, η παθοφυσιολογία και η θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας άρχισαν να γίνονται γνωστά και να αποδίδουν τα τελευταία 30 χρόνια. Και ενώ αρχικά πολλοί πίστεψαν ότι θεραπεύοντας την αιτία (στεφανιαία νόσο, υπέρταση, παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης, κάπνισμα, υψηλή χοληστερόλη, κ.α), η καρδιακή ανεπάρκεια θα εξαλειφόταν, στη διαδρομή των χρόνων, η άποψη αυτή φάνηκε τουλάχιστον αφελής. Έτσι, κι ενώ η συχνότητα των πολλών γνωστών αιτιών της καρδιακής ανεπάρκειας έχει μειωθεί, η επίπτωση της έχει παραδόξως αυξηθεί. Αυτό το «παράδοξο» φαινόμενο είναι το αποτέλεσμα αφενός της γήρανσης του πληθυσμού και αφετέρου ανατολικά τις δραματικές εξελίξεις και βελτιώσεις στην αντιμετώπιση του εμφράγματος του μυοκαρδίου.

Η μοντέρνα αντιμετώπιση του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου με τα νέα ισχυρά θρομβολυτικά και αντιαιμοπεταλικά φάρμακα ή με την άμεση αγγειοπλαστική, τις πρώτες ώρες του εμφράγματος, μείωσαν μεν τους θανάτους στο οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, αύξησαν όμως, αντίθετα από τις προσδοκίες, τη συχνότητα της καρδιακής ανεπάρκειας.

Σήμερα, υπολογίζεται ότι το 6–10% του πληθυσμού των άνω των 65 ετών πάσχει από καρδιακή ανεπάρκεια. Το ευρύ κοινό θα πρέπει να ενημερωθεί ορθά για τη συχνότητα και τα συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρκειας. Ένα από τα κυριότερα συμπτώματα της είναι η εξάντληση και η κούραση που εμφανίζονται εύκολα. Πολλοί φαντάζονται ότι τα συμπτώματα αυτά οφείλονται σε κακή φυσική κατάσταση, επειδή δεν γυμνάζονται ή επειδή μεγαλώνουν σε ηλικία.

Η κλινική εικόνα της καρδιακής ανεπάρκειας είναι το αίσθημα δύσπνοιας, η περιορισμένη αντοχή στην κόπωση και η κατακράτηση υγρών που μπορεί να οδηγήσει σε πνευμονική συμφόρηση ή περιφερικό οίδημα (πρήξιμο στα πόδια).

Τα παραπάνω συμπτώματα και σημεία δεν είναι απαραίτητο να εμφανίζονται όλα ταυτόχρονα σε κάθε ασθενή. Μερικοί εμφανίζουν απλώς μειωμένη αντοχή στην άσκηση, ενώ σε άλλους επικρατεί το πρήξιμο των ποδιών και δεν αναφέρουν δύσπνοια ή αίσθημα κόπωσης.

Η στεφανιαία νόσος αποτελεί στις μέρες μας το κυρίαρχο αίτιο της καρδιακής ανεπάρκειας, καθώς το 65–70% των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια πάσχουν από στεφανιαία νόσο.
Άλλη σημαντική αιτία καρδιακής ανεπάρκειας είναι οι μυοκαρδιοπάθειες και ειδικότερα οι διατατικού τύπου μυοκαρδιοπάθεια, η συχνότητα της οποίας υπολογίζεται στο 20% των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια.

Σημαντικές επίσης αιτίες καρδιακής ανεπάρκειας είναι η μυοκαρδίτιδα, ο υπερθυρεοειδισμός και η κατάχρηση αλκοόλης. Η υπέρταση και οι βαλβιδοπάθειες, αιτίες που κυριαρχούσαν στο παρελθόν, κατέχουν σήμερα μικρό ποσοστό στις αιτίες καρδιακής ανεπάρκειας.

Επανάσταση στη θεραπεία
Για τη διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας είναι απαραίτητη, εκτός από την ύπαρξη συμπτωμάτων και η αντικειμενική επιβεβαίωση της καρδιακής δυσλειτουργίας.
Σ’ αυτό, εκτός από την κλινική εξέταση, συμβάλλει τα μέγιστα το υπερηχογράφημα της καρδιάς. Η συμβολή του ηλεκτροκαρδιογραφήματος και της ακτινογραφίας του θώρακα στη διάγνωση και στην εκτίμηση της βαρύτητας της καρδιακής ανεπάρκειας είναι μικρή. Η πληρέστερη κατανόηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών της καρδιακής ανεπάρκειας οδήγησαν σε επανάσταση στη θεραπεία της.
Φάρμακα, όπως οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (Capoten, Renitec, Triatec, Zestril, κ.α.), οι ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης II (Diovan, Teveten, Aprovel, Cozaar, Olartan, κ.α.), οι βαδρενεργικοί αποκελιστές (Tenormin, Lopresor, Lobivon, Carvedilol, κ.α) και οι ανταγωνιστές της αλδοστερόνης (Aldaction) έχουν καθιερωθεί ως απόλυτη ένδειξη στη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας και έχουν αυξήσει την επιβίωση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια. Αντίθετα φαρμακευτικά σκευάσματα, όπως η δακτυλίτιδα (Digoxin), που χρησιμοποιήθηκαν για περισσότερο από 200 χρόνια, έχουν χάσει την πιθανολογούμενη αξία τους.

Μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις, όπως η τακτική λελογισμένη σωματική άσκηση, που για 10ετίες θεωρούνταν απαγορευτικές για ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, σήμερα αποδεικνύονται ωφέλιμες, αποτελεσματικές και ενδεδειγμένες παρεμβάσεις. Τελικά όμως, παρά τις σημαντικές προόδους στη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας, υπάρχει και η κατάληξη. Η καρδιακή καχεξία, χαρακτηριστικό του τελικού σταδίου της καρδιακής ανεπάρκειας έχει χειρότερη πρόγνωση ακόμη κι από τον καρκίνο.