Eπιμέλεια: Ευγένιος Γκράουρ
Καθησυχαστικά είναι τα νεότερα δεδομένα για τον καρδιαγγειακό κίνδυνο που διατρέχουν μητέρες και παιδιά που έχουν γεννηθεί με εξωσωματική γονιμοποίηση. Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Jama Cardiology, δεν υπάρχει ιδιαίτερη διαφορά στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου μεταξύ των γυναικών που είχαν υποβληθεί σε εξωσωματική γονιμοποίηση κι εκείνων που είχαν συλλάβει φυσιολογικά.
Κανένας κίνδυνος δεν υπάρχει ούτε για τα παιδιά που έχουν συλληφθεί με τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Μία άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο European Heart Journal βρήκε ότι δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά στα καρδιομεταβολικά αποτελέσματα των απογόνων. Επομένως, αυτός ο φόβος δεν έχει υπόσταση και δεν θα πρέπει να αποτρέπει τις γυναίκες να επιλέξουν την εξωσωματική γονιμοποίηση, ούτε τα παιδιά να ανησυχούν για το μέλλον της καρδιαγγειακής τους υγείας περισσότερο από τον γενικό πληθυσμό.
«Η υπογονιμότητα επηρεάζει εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες σε όλο τον κόσμο, αφού 1 στους 6 ανθρώπους αναπαραγωγικής ηλικίας τη βιώνει κατά τη διάρκεια της ζωής του, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (World Health Organization – WHO). Στους άνδρες οφείλεται κυρίως σε αζωοσπερμία/ολιγοσπερμία με μη φυσιολογική μορφολογία ή κινητικότητα σπέρματος ή σε δυσλειτουργία στην εξώθηση του ή σε ορμονικές διαταραχές, ενώ στις γυναίκες ο συνηθέστερος λόγος είναι ορμονικής αιτιολογίας με διαταραχές περιόδου και στη συνέχεια παθήσεις των σαλπίγγων, της μήτρας, των ωοθηκών ή του ενδομητρίου.
Μερικές συχνές γυναικολογικές παθήσεις που προκαλούν υπογονιμότητα, ενέχουν καρδιαγγειακό κίνδυνο. Οι πολυκυστικές ωοθήκες, για παράδειγμα, συνοδεύονται από καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου, όπως η παχυσαρκία, η αντίσταση στην ινσουλίνη και το μεταβολικό σύνδρομο, ενώ οι ασθενείς αντιμετωπίζουν σχεδόν 1,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για εγκεφαλοαγγειακές νόσους. Επιπλέον, η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια συσχετίζεται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, αθηροσκλήρωση και μειωμένο προσδόκιμο ζωής λόγω ανεπάρκειας οιστρογόνων, εάν δεν χορηγηθεί θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης.
Ομοίως και η ενδομητρίωση. Μια ανασκόπηση που περιελάμβανε 6 μελέτες στις οποίες συμμετείχαν σχεδόν 250.000 γυναίκες έδειξε ότι αντιμετωπίζουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο ισχαιμικής καρδιακής νόσου και εγκεφαλοαγγειακής νόσου», εξηγεί ο εξειδικευθείς στη Γυναικολογική Ενδοκρινολογία, την Υπογονιμότητα και την Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, Μαιευτήρας – Χειρουργός Γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Παπακωνσταντίνου.
«Ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό γυναικών που επιθυμούν να κάνουν παιδιά, αλλά δεν καταφέρνουν να συλλάβουν μετά από 1 έτος τακτικής σεξουαλικής επαφής χωρίς αντισύλληψη, καταφεύγει σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Δεδομένου του συσχετισμού ορισμένων αιτιών υπογονιμότητας με καρδιαγγειακό κίνδυνο εξετάζονται προσεκτικά οι επιπτώσεις των μεθόδων αυτών τόσο στις ίδιες όσο και στους απογόνους τους», προσθέτει.
Τα ευρήματα, όμως, των τελευταίων μελετών υποδεικνύουν ότι κανείς δεν κινδυνεύει από καρδιαγγειακές παθήσεις, τουλάχιστον περισσότερο απ’ ότι οι γυναίκες που συνέλαβαν φυσιολογικά και τα παιδιά τους.
Όσον αφορά στις μητέρες, πραγματοποιήθηκε μια μελέτη σε σχεδόν 2,5 εκατομμύρια γυναίκες χωρίς προϋπάρχουσα καρδιαγγειακή νόσο που γέννησαν μεταξύ 1994 και 2005 στη Δανία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία. Το 4% αυτών είχαν καταφύγει σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Μετά από μια μέση παρακολούθηση 11 ετών, οι γυναίκες που γέννησαν με τη βοήθεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης δεν διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου σε σύγκριση με εκείνες που δεν έλαβαν αυτή την παρέμβαση, όπως διαπιστώθηκε.
Για την πιθανή ύπαρξη συσχετισμού μεταξύ της σύλληψης με τεχνολογία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (έναντι φυσικής σύλληψης) και των καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου στους απογόνους ασχολήθηκε η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο European Heart Journal.
Οι ερευνητές εξέτασαν τις διαφορές στη συστολική και στη διαστολική αρτηριακή πίεση, τον καρδιακό ρυθμό, τα λιπίδια και τους δείκτες αντίστασης στην ινσουλίνη σε 35.938 απογόνους από την Ευρώπη, την Αυστραλία και τη Σιγκαπούρη. Από τα ευρήματα φάνηκαν μικρές και στατιστικά μη σημαντικές διαφορές στον καρδιομεταβολικό κίνδυνο, οι οποίες δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις γυναίκες που επιθυμούν να υποβληθούν σε εξωσωματική γονιμοποίηση.
Ωστόσο, οι ερευνητές και των δύο αυτών μελετών επισημαίνουν την ανάγκη περαιτέρω εξέτασης των πιθανών κινδύνων.
«Η τεχνολογία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έχει φέρει επανάσταση στην αναπαραγωγική ιατρική, προσφέροντας ελπίδα σε εκατομμύρια άτομα με υπογονιμότητα παγκοσμίως. Προβλέπεται ότι πάνω από 150 εκατομμύρια παιδιά, ή το 1,4% του παγκόσμιου πληθυσμού, θα συλληφθούν με τη χρήση της μέχρι το τέλος του αιώνα.
Αφορά σε μια σειρά τεχνικών, συμπεριλαμβανομένης της εξωσωματικής γονιμοποίησης, της σπερματέγχυσης, της δωρεάς ωαρίων/σπέρματος και της κατάψυξης-απόψυξής τους. Συχνότερα επιλέγεται η εξωσωματική γονιμοποίηση. Μέσω της ελεγχόμενης διέγερσης ωοθηκών για πολλαπλή ωοθυλακιορρηξία, που επιτυγχάνεται με χορήγηση ορμονών, ανακτώνται από την ωοθήκη ώριμα ωάρια τα οποία γονιμοποιούνται εξωσωματικά πριν μεταφερθούν στη μήτρα ως έμβρυα.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση έχει πολλά πλεονεκτήματα έναντι άλλων τεχνικών. Σε αυτά περιλαμβάνεται η δυνατότητα ελέγχου του χρόνου γέννησης του παιδιού, όταν υπάρχουν ιατρικοί, οικογενειακοί ή επαγγελματικοί λόγοι που πρέπει να διευθετηθούν πριν από τον ερχομό του.
Δίνει, επίσης, την επιλογή χρήσης ωαρίων από δότρια όταν η γυναίκα δεν παράγει πια αρκετά ωάρια για γονιμοποίηση για διαφόρους λόγους, ή σπέρματος από δότη, όταν ο σύζυγος έχει χαμηλή ποιότητα σπέρματος, γενετικές διαταραχές ή μολυσματικές ασθένειες.
Κυρίως όμως υπερτερεί, διότι πετυχαίνει εκεί όπου άλλες θεραπείες υπογονιμότητας αποτυγχάνουν. Μάλιστα η εξωσωματική γονιμοποίηση με προεμφυτευτικό γενετικό έλεγχο έχει το υψηλότερο ποσοστό επιτυχίας σε ζευγάρια που φέρουν γενετικά νοσήματα συγκριτικά με άλλες επιλογές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, καθώς ο πρωτεύων στόχος μας είναι ένα υγιές μωρό», καταλήγει ο Δρ. Ιωάννης Παπακωνσταντίνου.