Eπιμέλεια: Ευγένιος Γκράουρ
Υψηλό είναι το ποσοστό των ανθρώπων που εργάζονται σε τοξικά εργασιακά περιβάλλοντα. Υπολογίζεται ότι ένας στους πέντε ζει το ένα τρίτο της ημέρας του σε χώρους που τον αποθαρρύνουν και του προκαλούν ψυχικά τραύματα. Απορροφούν όλη την ενέργεια και τον ενθουσιασμό για δημιουργία και προσφορά και γεμίζουν τον εργαζόμενο με φόβο και στρες. Το χρόνιο άγχος είναι αποδεδειγμένο ότι οδηγεί στην εμφάνιση σοβαρών νόσων, όπως καρδιακές παθήσεις και καρκίνο, αλλά και σε ψυχικές διαταραχές.
Η τοξικότητα μπορεί να προκαλείται από μια ποικιλία λόγων. Από τους πιο συχνούς είναι οι αντιπαλότητες μεταξύ των εργαζομένων ή και των προϊσταμένων τους, ο εκφοβισμός, η έλλειψη σεβασμού και η απουσία αισθήματος ασφάλειας, ο παράλογος φόρτος εργασίας, η λεκτική κακοποίηση, η σεξουαλική παρενόχληση. Αυτές οι συνθήκες εργασίας αφενός έχουν αντίκτυπο στο ανθρώπινο δυναμικό, αφετέρου βλάπτουν την παραγωγικότητα, αφού οι εργαζόμενοι είτε απουσιάζουν συχνά γιατί προσπαθούν να ξεφύγουν από το εχθρικό περιβάλλον, είτε απορροφάται η ενέργειά τους από την προσπάθειά τους να προστατεύσουν την ψυχολογία τους.
Επομένως, θα πρέπει να αναζητούνται διέξοδοι, τόσο από τους εργαζόμενους όσο και από τους εργοδότες, αφού ένα τοξικό εργασιακό περιβάλλον δεν ωφελεί κανέναν.
«Ένα εργασιακό περιβάλλον καθίσταται τοξικό όταν αποτυγχάνει η διοίκηση να προωθήσει την ποικιλομορφία, την ισότητα και την ενσωμάτωση, ώστε οι εργαζόμενοι να αντιλαμβάνονται ότι τους σέβονται, ότι αναγνωρίζεται η αξία και η καταλυτικής σημασίας συμβολή τους. Η εργασία σε τοξικά περιβάλλοντα αποτελεί τον ισχυρότερο λόγο παραίτησης, ο οποίος θεωρείται σημαντικότερος ακόμα και απ’ ότι το ύψος της αμοιβής που λαμβάνεται για τις υπηρεσίες που προσφέρονται, από την εργασιακή ανασφάλεια ή την έλλειψη αναγνώρισης της απόδοσης», επισημαίνει η Κοινωνική Λειτουργός – Ψυχοθεραπεύτρια Gestalt κ. Τζένη Κούκουρα.
Βέβαια, ο επιπολασμός των τοξικών χώρων εργασίας διαφέρει αναλόγως του είδους της εργασίας. Μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε από την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία (American Psychological Association – APA) για να ερευνήσει τις ανάγκες και τις προσδοκίες των εργαζομένων αναφορικά με την ψυχική τους υγεία διαπίστωσε ότι τα άτομα που απασχολούνται στην εξυπηρέτηση πελατών/ασθενών είχαν περισσότερες πιθανότητες από τους εργαζόμενους σε γραφεία να χαρακτηρίσουν τον χώρο εργασίας τους ως τοξικό. Οι γυναίκες, τα άτομα με αναπηρίες, οι εργαζόμενοι σε μη κερδοσκοπικούς και κυβερνητικούς οργανισμούς είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναφέρουν ότι ζουν σε τοξικό εργασιακό περιβάλλον. Αντιθέτως, όσοι κατείχαν ανώτερα αξιώματα και θέσεις εργασίες δεν ένιωθαν ότι το εργασιακό τους περιβάλλον είναι τοξικό.
Οι επιπτώσεις της εργασίας σε ένα τέτοιο χώρο μπορεί να είναι μακροχρόνιες και επιζήμιες. Το μόνιμο άγχος που βιώνουν προκαλεί μια σειρά βιολογικών αντιδράσεων που μπορεί να επηρεάσει τη σωματική και ψυχική υγεία. Για παράδειγμα, η αυξημένη παραγωγή της ορμόνης του στρες, της κορτιζόλης, μαζί με την νορεπινεφρίνη (η οποία δρα όπως η αδρεναλίνη) μπορεί να γίνει αιτία καρδιαγγειακών προβλημάτων. Άλλες επιπτώσεις του χρόνιου στρες περιλαμβάνουν την αϋπνία, τα προβλήματα μνήμης, την εξάντληση, τους σωματικούς πόνους και την αίσθηση τρόμου.
Η συνειδητοποίηση της κακομεταχείρισης στην εργασία θα πρέπει να γίνει το εφαλτήριο για την αναζήτηση τρόπων άμυνας.
Και για να γίνει αυτό θα πρέπει:
- να γίνει γνωστό το πρόβλημα στα ανώτερα κλιμάκια της διοίκησης, με παράθεση στοιχείων της κακοποιητικής συμπεριφοράς, διάκρισης, παρενόχλησης κ.λπ.
- να οριοθετηθούν όσα ορίζει ο εργαζόμενος, δηλαδή τον εαυτό του, τον χρόνο του και τις επαγγελματικές κατακτήσεις του
- να υπάρχει αποσύνδεση από την εργασία με τη λήξη του ωραρίου (εκτός εκτάκτων αναγκών)
- να δημιουργείται χρόνος χαλάρωσης και αποστασιοποίησης στο σπίτι, με την αποφυγή συζητήσεων και αναλύσεων στο οικογενειακό περιβάλλον για τις συνθήκες εργασίας
- η προσοχή να εστιάζεται σε όσα πραγματικά αξίζουν στη ζωή
- να υιοθετούνται πρακτικές ενσυνειδητότητας και χαλάρωσης, και
- να εξετάζεται η πιθανότητα αλλαγής εργασιακού περιβάλλοντος, όταν όλες οι προσπάθειες και πρακτικές δεν στέφονται με επιτυχία.
«Η πιο αποτελεσματική πρακτική για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων ενός τοξικού εργασιακού περιβάλλοντος είναι η συμμετοχή σε συμβουλευτικές συνεδρίες. Και αυτό ισχύει τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους εργοδότες.
Για τους πρώτους μπορεί να βοηθήσει ώστε να εντοπιστούν οι κατάλληλοι τρόποι αντιμετώπισης του στρες, του φόβου, της ανασφάλειας, του θυμού και εν γένει κάθε ενοχλητικού ή απειλητικού συναισθήματος που μπορεί να πηγάζει από τις συμπεριφορές που βιώνονται σε ένα τοξικό περιβάλλον, καθώς και αποφυγής της επιδείνωσής τους.
Η συζήτηση με έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας δεν αποτελεί το ύστατο βήμα, αλλά το αρχικό, προτού ο εργαζόμενος νιώσει αδυναμία διαχείρισης της κατάστασης και των συναισθημάτων του. Και αυτό γιατί μπορεί αφενός να μεταδώσει τις γνώσεις του σχετικά με τους τρόπους επικοινωνίας με τους συναδέλφους και προϊσταμένους, ώστε να επέλθει εργασιακή ειρήνη και να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που ο εργαζόμενος θα μπορεί να αφοσιωθεί και να προσφέρει. Και αφετέρου να διδάξει τεχνικές διαχείρισης των αρνητικών συναισθημάτων που ταλαιπωρούν τον εργαζόμενο.
Στους υπεύθυνους των τμημάτων ανθρωπίνων πόρων, των εργοδοτών, και εν γένει όσων είναι επιφορτισμένοι με θέματα διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού η συμβουλευτική μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος σεβασμού και ασφάλειας για τους εργαζομένους. Μπορεί να επικοινωνήσει τρόπους υιοθέτησης πρακτικών ισότητας, αποφυγής εκφοβισμού και παρενόχλησης, έχοντας πάντα ως γνώμονα την προστασία των ανθρώπων που απασχολούνται, αφού η ικανοποίηση και η άριστη ψυχολογία τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καλή πορεία της επιχείρησης.
Για όσους δε, ο φόρτος εργασίας αποτελεί εμπόδιο για την προσθήκη άλλης μιας υποχρέωσης στο πρόγραμμά τους, υπάρχει η επιλογή των διαδικτυακών συνεδριών, οι οποίες προσφέρουν μεγαλύτερη ευελιξία, χωρίς να υπολείπονται σε αποτελεσματικότητα. Μελέτη έχει δείξει ότι σχεδόν δύο στους τρείς την προτιμούν.
Μέσω αυτών οι εργαζόμενοι μπορούν να βρουν διέξοδο από τα προβλήματα που προκύπτουν σε ένα τοξικό εργασιακό περιβάλλον και οι προϊστάμενοι/εργοδότες να μάθουν πώς να εντοπίζουν, να βοηθούν και να υποστηρίζουν τους εργαζόμενους που κινδυνεύουν από επιδείνωση της υγείας τους, ψυχικής και σωματικής», καταλήγει η κ. Κούκουρα.