Γράφει η:  Ειρήνη Λαµπρινουδάκη

Η βιταμίνη D προσφέρει αποδεδειγμένα οφέλη στον οργανισμό. Άλλωστε, ως βιταμίνη, είναι απολύτως απαραίτητη για τη ζωή. Την ύπαρξή της, ωστόσο, την οφείλουμε …στον ήλιο κι ίσως αυτός είναι ο λόγος που η ανεπάρκειά της τα τελευταία χρόνια παίρνει διαστάσεις επιδημίας.Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D μόνο αθώα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολικά νοσήματα των οστών και πολλές ακόμη παθήσεις.

Τα παιδιά χρειάζονται βιταμίνη D για να χτίσουν γερά κόκαλα και οι ενήλικοι για να διατηρήσουν τα οστά τους γερά και υγιή. Η βιταμίνη D διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στη βέλτιστη ανάπτυξη του σκελετού κατά την παιδική και εφηβική ηλικία αλλά και στη διατήρηση της υγείας των οστών κατά την ενήλικη ζωή, καθώς είναι το μέσο με τη βοήθεια του οποίου απορροφάται το ασβέστιο από τον οργανισμό. Πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος της και στη νευροµυϊκή λειτουργία, ενώ δεκάδες είναι οι μελέτες που υπογραμμίζουν τη σημασία της στην προστασία από μια πλειάδα νοσημάτων, όπως η υπέρταση.
Ωστόσο, η ανεπάρκεια της βιταμίνης λαμβάνει σήμερα διαστάσεις επιδημίας. «Εκτιθέμεθα όλο και λιγότερο στον ήλιο, επειδή φοβόμαστε το μελάνωνα. Κι όταν εκτιθέμεθα, χρησιμοποιούμε αντηλιακά υψηλού δείκτη προστασίας, που δεν επιτρέπουν στο δέρμα να συνθέσει βιταμίνη D. Επιπλέον, το μελαχρινό δέρμα είναι ένας παράγοντας που συνδέεται με χαμηλή σύνθεση βιταμίνης D».

Ενώ ένας μελαχρινός άνδρας χρειάζεται περίπου 90 λεπτά τρεις φορές την εβδομάδα για να συνθέσει τη βιταμίνη D που έχει ανάγκη, ένας άνδρας με ανοιχτόχρωμο δέρμα χρειάζεται περίπου 15 λεπτά, επίσης τρεις φορές την εβδομάδα για τη σύνθεση της ίδιας ποσότητας βιταμίνης, κάτι που εξηγεί, σε έναν βαθμό, γιατί και στη χώρα μας, που «λούζεται» από ήλιο όλο τον χρόνο, η έλλειψη της βιταμίνης D συνιστά υπαρκτό πρόβλημα.

Πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Leeds ωστόσο, έδειξε ότι και τα άτομα με χλωμό, ανοιχτόχρωμο δέρμα που «καίγεται» εύκολα είναι επίσης πιθανό να χρειάζονται συμπληρώματα διατροφής για να εξασφαλίσουν επαρκή πρόσληψη της βιταμίνης. Κι αυτό γιατί, όσο λιγότερο εκτίθεται κάποιος στον ήλιο και όσο περισσότερο αντηλιακό χρησιµοποιεί (κάτι συνηθισµένο για τα άτοµα µε ανοιχτόχρωµο δέρµα), τόσο λιγότερη βιταµίνη D παράγει το δέρµα του. «Συνήθως, η έκθεση των χεριών και του προσώπου στον ήλιο για µισή ώρα το µεσηµέρι, χωρίς αντηλιακό, είναι αρκετή για να συνθέσουµε την βιταµίνη D που χρειαζόµαστε», επισηµαίνει η κυρία Λαµπρινουδάκη. Ωστόσο, τον χειµώνα, η βιταµίνη που µπορούµε να συνθέσουµε από την έκθεσή µας στον ήλιο είναι περιορισµένη, αφενός επειδή δεν βρισκόµαστε τόσο συχνά στην ύπαιθρο, λόγω του κρύου, αφετέρου γιατί η ηλιοφάνεια είναι περιορισµένη.
Οµάδες υψηλού κινδύνου

«Η εξέταση µέτρησης της βιταµίνης D στο αίµα δεν είναι απλή εξέταση, όπως π.χ. αυτή του σακχάρου, γι’ αυτό και δεν τη συνιστούµε ως εξέταση ρουτίνας, στο σύνολο δηλαδή του πληθυσµού, παρά µόνο σε ανθρώπους που έχουν προδιαθεσικούς παράγοντες να έχουν χαµηλή βιταµίνη D, όπως π.χ. σε γηραιούς ανθρώπους που ζουν σε γηροκοµεία ή σε οίκους ευγηρίας, που δεν βγαίνουν καθόλου έξω και σε οµάδες υψηλού κινδύνου για οστεοπόρωση. Για τον υπόλοιπο κόσµο, είναι πιο απλό να συστήσουµε τη λήψη συµπληρωµάτων βιταµίνης D, που ούτως ή άλλως βοηθούν στην πρόληψη των καταγµάτων, παρά πραγµατοποίηση της εξέτασης», διευκρινίζει η κυρία Λαµπρινουδάκη.

Έλλειψη της βιταµίνης D παρατηρείται συχνά και σε οικογένειες και αυτό έχει πιθανότατα να κάνει µε τον τρόπο ζωής (διατροφή, συνήθειες κ.λπ.), που συνήθως είναι κοινός για όλα τα µέλη της οικογένειας, αλλά και µε γενετικές προδιαθέσεις που ευνοούν την έλλειψη της βιταµίνης D, όπως φυσιολογικές παραλλαγές στο γονίδιο που κωδικοποιεί τον υποδοχέα που δέχεται τα µηνύµατα της βιταµίνης D.
Οι συνέπειες της έλλειψης

Τι µπορεί όµως να προκαλέσει η έλλειψη ή η ανεπάρκεια της συγκεκριµένης βιταµίνης; Έχει πλέον τεκµηριωθεί ότι η ανεπάρκεια βιταµίνης D έχει σοβαρότατες συνέπειες: προκαλεί την εµφάνιση αδύναµων οστών και µεγάλη απώλεια οστικής µάζας (οστεοπενία), επιταχύνει και επιδεινώνει την οστεοπόρωση, ενώ η σοβαρή έλλειψη της D προκαλεί µία επώδυνη νόσο των οστών, που είναι λέγεται οστεοµαλακία και συνδέεται µε την εµφάνιση καταγµάτων. Η έλλειψη της βιταµίνης συνδέεται επίσης µε µυϊκή αδυναµία η οποία, µε τη σειρά της, αυξάνει τον κίνδυνο για πτώσεις και κατάγµατα.
Εκτός όµως από τα οστά, σχεδόν κάθε όργανο και ιστός του σώµατος, συµπεριλαµβανοµένου του εγκεφάλου, της καρδιάς, των µυών και του ανοσοποιητικού συστήµατος, διαθέτει υποδοχείς βιταµίνης D, γεγονός που υποδηλώνει ότι τη χρειάζονται για να λειτουργούν, σηµειώνουν οι ειδικοί. «Υπάρχουν µελέτες που συνδέουν την έλλειψη της βιταµίνης D ακόµη και µε αυξηµένη συχνότητα κάποιων µορφών καρκίνου και αυξηµένη συχνότητα καρδιαγγειακών επεισοδίων, δεν είναι όµως αιτιολογικά αποδεδειγµένα όλα αυτά, έχουµε απλώς ενδείξεις», υπογραµµίζει η κυρία Λαµπρινουδάκη.

Βιταµίνη D και υπέρταση
Το 2007, το περιοδικό American Journal of Hypertension δηµοσίευσε ευρήµατα από την Τρίτη Ανασκόπηση της Εθνικής Αµερικανικής Υγείας και Διατροφής, η οποία παρακολούθησε την υγεία και τις διατροφικές συνήθειες 12.644 ενήλικων ατόµων κατά τη διάρκεια 6 ετών. Ερευνητές διαπίστωσαν ότι η πίεση του αίµατος ήταν χαµηλότερη στους συµµετέχοντες µε τα υψηλότερα επίπεδα βιταµίνης D και υψηλότερη σε συµµετέχοντες οι οποίοι είχαν τα χαµηλότερα επίπεδα βιταµίνης D. «Ο µεγάλος αριθµός των συµµετεχόντων στη µελέτη προσθέτει αξιοπιστία σε αυτά τα ευρήµατα», δήλωσε η Dr Bellantoni του John Hopkins. «Δεν είναι τόσο απίθανο να σκεφθεί κάποιος ότι η βιταµίνη D µπορεί να παίξει ρόλο στην αρτηριακή πίεση, επειδή το ασβέστιο είναι ένα σηµαντικό ανόργανο συστατικό για το αγγειακό σύστηµα. Εάν δεν λαµβάνεται επαρκής ποσότητα βιταµίνης D, ο οργανισµός δεν θα µπορεί να απορροφήσει ικανοποιητικά ασβέστιο, οπότε η αρτηριακή πίεση µπορεί να επηρεαστεί αρνητικά». Από το 2007, οι σοβαρές ενδείξεις συσσωρεύονται.

Βιταµίνη D και διαβήτης τύπου 2
Μια µελέτη που δηµοσιεύθηκε επίσης το 2007 στο περιοδικό Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism εξέτασε τη σχέση µεταξύ της βιταµίνης D και του σακχαρώδη διαβήτη. Τα στοιχεία, που συνελέγησαν από ερευνητές στη Σχολή Δηµόσιας Υγείας του Χάρβαρντ, έδειξαν ότι η λήψη βιταµίνης D βελτίωσε την απόκριση του οργανισµού στην ινσουλίνη.

Η Dr Bellantoni, όµως, επισηµαίνει: Τα επίπεδα της βιταµίνης D δεν είναι βασικός προγνωστικός παράγοντας για το κατά πόσον κάποιος θα αναπτύξει ή δεν θα αναπτύξει διαβήτη. Η παχυσαρκία και η έλλειψη σωµατικής δραστηριότητας είναι κατά πολύ πιο σηµαντικοί παράγοντες. Επίσης, αυτή ήταν µια µετανάλυση και τα συµπεράσµατα της εξήχθησαν µε οµαδοποίηση στοιχείων προερχόµενων από πολλές διάφορες µελέτες. «Οι µεταναλύσεις µπορεί να βοηθούν, ιδιαιτέρως για τον προσδιορισµό των παραγόντων κινδύνου (ή παραγόντων περιορισµού των κινδύνων) και των ανεπιθύµητων ενεργειών µιας θεραπευτικής αγωγής, χρειάζεται όµως πάντα και περαιτέρω τεκµηρίωση. Οι µελέτες αυτού του τύπου είναι λιγότερο συνεπείς από τις κλινικές δοκιµές, στις οποίες εγγράφονται άτοµα µε τον ειδικό σκοπό να αξιολογηθούν οι επιδράσεις κάποιων φαρµάκων σε σύγκριση µε µια οµάδα ελέγχου.

Αντιµετώπιση
Κύριες διατροφικές πηγές της βιταµίνης είναι τα λιπαρά ψάρια (σολοµός, σαρδέλα, µουρούνα και τόνος), το εµπλουτισµένο γάλα, τα δηµητριακά και ο χυµός πορτοκαλιού. Είναι όµως η διατροφή το «όπλο» ενάντια στην έλλειψη της βιταµίνης; «Δυστυχώς στη χώρα µας δεν υπάρχουν τροφές που να είναι εµπλουτισµένες µε βιταµίνη D. Γι’ αυτό και το να πει κανείς ότι θα αναπληρώσει την έλλειψη µόνο µέσω της διατροφής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Φυσικά, τα λιπαρά ψάρια, όπως ο σολοµός, είναι πλούσια σε βιταµίνη D, υπάρχουν και γαλακτοκοµικά προϊόντα που είναι εµπλουτισµένα σε βιταµίνη D, όµως ο καλύτερος και ασφαλέστερος τρόπος είναι να πάρει ένα συµπλήρωµα της βιταμίνης».