Γράφει η:  Επιστημονική ομάδα IEK Ιπποκράτειος

Κάταγμα ονομάζεται κάθε λύση της συνέχειας ενός οστού. Κλειστά λέγονται τα κατάγματα, που δεν έχουν σχέση με ανοικτές κακώσεις της αντίστοιχης περιοχής. Αντίθετα, ανοικτά (ή επιπλεγμένα) είναι τα κατάγματα που σχετίζονται άμεσα με κάποιο τραύμα. Το τραύμα αυτό μπορεί να προκύψει είτε από την ίδια τη βία που δημιούργησε το κάταγμα είτε από μετακίνηση των κομματιών του σπασμένου οστού. Ανάλογα με την εικόνα, που παρουσιάζουν, τα κατάγματα διακρίνονται σε ρωγμώδη, εγκάρσια, λοξά, συντριπτικά, εμπεπαρμένα, σπειροειδή κ.ά.

ΦΥΣΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
Η ύπαρξη κατάγματος υποδηλώνεται από την παρουσία κάποιου ή κάποιων από τα παρακάτω συμπτώματα και σημεία:
1. Πόνος. Είναι το κύριο σύμπτωμα του κατάγματος και εντοπίζεται αυστηρά στο σημείο της βλάβης.
2. Οίδημα και εκχύμωση,
3. Παραμόρφωση ή και βράχυνση του μέλους.
4. Παθολογική κινητικότητα και κριγμός.
5. Δυσχρηστία και αποφυγή των κινήσεων του μέλους.
Τα κυριότερα συμπτώματα και σημεία του εξαρθρήματος είναι ο πόνος, ο σημαντικός περιορισμός της κινητικότητας της άρθρωσης και η παραμόρφωσή της.
Σε κάθε περίπτωση κατάγματος ή εξαρθρήματος επιβάλλεται η αναζήτηση αρτηριακών σφύξεων και η εξέταση της κινητικότητας και της αισθητικότητας του μέλους περιφερικότερα του σημείου της βλάβης.
Η τελική διάγνωση του κατάγματος μπαίνει μόνο με τον ακτινολογικό έλεγχο του οστού, γι’ αυτό, σε κάθε αμφίβολη περίπτωση οι πρώτες βοήθειες χορηγούνται σαν να υπάρχει πραγματικά κάταγμα. Για τον ίδιο λόγο και η αντιμετώπιση του διαστρέμματος, που χαρακτηρίζεται από πόνο και οίδημα της άρθρωσης χωρίς όμως παραμόρφωση της, είναι ανάλογη με εκείνη του πιθανού κατάγματος.

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΓΜΑΤΩΝ
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα κατάγματα δεν είναι βλάβες που απειλούν άμεσα τη ζωή του θύματος. Ο αρωγός πρέπει πρώτα να αναζητήσει και να αντιμετωπίσει τις πιθανές βλάβες που θέτουν σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή ενός πολυτραυματία και στη συνέχεια να στραφεί στην περιποίηση των καταγμάτων του.
Η ακινητοποίηση του κατάγματος αποτελεί το σκοπό των πρώτων βοηθειών σε αυτές τις περιπτώσεις και αποβλέπει:
1. Να προλάβει τη μετατροπή του κλειστού κατάγματος σε ανοικτό.
2. Να προλάβει τη βλάβη των νεύρων, των αγγείων και των άλλων μαλακών μορίων της περιοχής από τα κοφτερά άκρα του σπασμένου οστού.
3. Να ελαχιστοποιήσει την αιμορραγία και το οίδημα.
4. Να ανακουφίσει τον πόνο.
Η ακινητοποίηση κάθε κατάγματος πρέπει να ακολουθεί τους παρακάτω γενικούς κανόνες:
1. Στα ανοικτά κατάγματα η ακινητοποίηση γίνεται μετά την επίδεση του τραύματος.
2. Η αποκατάσταση του σπασμένου οστού στη φυσιολογική του θέση δεν επιτρέπεται να γίνεται στον τόπο του ατυχήματος και ιδιαίτερα όταν στο κάταγμα συμμετέχει κάποια άρθρωση. Ο ευθειασμός καταγμάτων με μεγάλη γωνίωση μπορεί να επιχειρηθεί, μόνο όταν είναι βέβαιο πως δεν θέτει σε κίνδυνο την ακεραιότητα κάποιου μαλακού μορίου. Η εμφάνιση καταπληξίας (shock) κατά τη διάρκεια αυτής της προσπάθειας είναι πολύ πιθανή.
3. Σ’ ένα ανοικτό κάταγμα απαγορεύεται η προσπάθεια να τοποθετηθούν πάλι μέσα στο τραύμα τα σπασμένα κομμάτια του οστού.
4. Η ίσχαιμη περίδεση δεν έχει θέση στην αντιμετώπιση των καταγμάτων, παρά μόνο αν πρόκειται για ακρωτηριασμό ή αν έχει χαθεί κάθε ελπίδα διάσωσης του μέλους.
5. Τα κατάγματα ακινητοποιούνται πριν μετακινηθεί ο άρρωστος.
6. Για την επιτυχή ακινητοποίηση ενός κατάγματος πρέπει να καινητοποιηθεί η άρθρωση που βρίσκεται πρίν καθώς και εκείνη που είναι μετά από αυτό.

ΝΑΡΘΗΚΕΣ
Νάρθηκας είναι κάθε τι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ακινητοποιήσει ένα κάταγμα ή ένα εξάρθρημα. Στο εμπόριο κυκλοφορούν έτοιμοι, διαφόρων ειδών νάρθηκες, όπως οι σκληροί (χαρτονένιοι ή μεταλλικοί), οι νάρθηκες αέρος, που χρησιμοποιούνται κυρίως για την ακινητοποίηση καταγμάτων της κνήμης, του άκρου ποδός και του αντιβραχίου, και οι νάρθηκες έλξης, που εφαρμόζονται σε κατάγματα του ισχίου. Στον τόπο όμως του ατυχήματος, που η ανεύρεση τέτοιων ειδικών ναρθήκων είναι μάλλον απίθανη, σαν νάρθηκας μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε αντικείμενο ικανό να εξυπηρετήσει τις ανάγκες μιας καλής ακινητοποίησης, όπως εφημερίδες, σανίδες, μπαστούνια, κατάλληλα διπλωμένες κουβέρτες, μαξιλάρια κ.ά.
Αλλά και ο θώρακας του ίδιου του αρρώστου ή το γερό του πόδι μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σαν νάρθηκες, προκειμένου να ακινητοποιηθεί το βραχιόνιο ή η κνήμη του αντίστοιχα. Η ανάρτηση, τέλος, του αντιβραχίου από τον τράχηλο με τη χρήση τριγωνικού επίδεσμου είναι σε πολλές περιπτώσεις (π.χ. πρόσθιο εξάρθρημα του ώμου) αρκετή για την ακινητοποίηση κακώσεων του άνω άκρου, αποτελεί δε το απαραίτητο συμπλήρωμα όλων των μεθόδων ακινητοποίησης αυτής της περιοχής.
Πριν από την τοποθέτηση τους οι νάρθηκες πρέπει να τυλίγονται καλά με βαμβάκι ή με πανί σε όλο τους το μήκος και ιδιαίτερα στα σημεία τους, που πρόκειται να έλθουν σε επαφή με οστέινες προεξοχές του σώματος. Για να μπει το σπασμένο άκρο στο νάρθηκα πρέπει να κρατηθεί καλά τόσο πάνω όσο και κάτω από το σημείο της βλάβης, να ανασηκωθεί στη συνέχεια με προσοχή, να περαστεί από κάτω του ο νάρθηκας και, αφού αφεθεί ήρεμα πάνω σ’ αυτόν, να δεθεί καλά σε διάφορα σημεία σε όλο του το μήκος.
Η επιλογή του κατάλληλου νάρθηκα και ο καθορισμός του σωστού μεγέθους του νάρθηκα είναι βασική προϋπόθεση για κάθε καλή ακινητοποίηση. Τα δάκτυλα πρέπει πάντοτε να μένουν ελεύθερα, έξω από την επίδεση κάθε νάρθηκα που τοποθετείται στα άκρα. Ο έλεγχος του χρώματος, της αισθητικότητας και της κινητικότητας τους επιβάλλεται μετά από την τοποθέτηση του νάρθηκα αλλά και κατά τακτά χρονικά διαστήματα στη συνέχεια. Μια σφιχτή επίδεση αλλά και η ενδεχόμενη μετέπειτα ανάπτυξη οιδήματος μπορεί να αποκλείσουν την παροχή αίματος στο άκρο και να προκαλέσουν την ίσχαιμη νέκρωση του. Η έγκαιρη αναγνώριση του προβλήματος και η άμεση χαλάρωση της επίδεσης του νάρθηκα θα προφυλάξουν από αυτή την επιπλοκή.