Γράφει o:  Τηλέμαχος Σφέτσιος

Η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα (Ρ.Α.) είναι μια χρόνια φλεγμονώδης πάθηση αγνώστου αιτιολογίας. Αποτελεί ένα παγκόσμιο πρόβλημα με προσβολή του 0,5-1% του ενήλικου πληθυσμού και με εμφάνιση 0,03% νέων περιστατικών ετησίως. Η νόσος προσβάλλει άτομα κάθε ηλικίας, περιλαμβανομένων παιδιών και ηλικιωμένων, παρόλα αυτά εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες ηλικίας 40-50 ετών.

Η Ρ.Α. χαρακτηρίζεται από οίδημα και υπερπλασία του αρθρικού υμένα και εκδηλώνεται με συμμετρική πολυαρθρίτιδα και παρατεταμένη πρωινή δυσκαμψία. Παρόλο που χαρακτηρίζεται κατεξοχήν από προσβολή των αρθρώσεων, πρόκειται για μια συστηματική φλεγμονώδη νόσο και πολλοί ασθενείς εμφανίζουν παράλληλα και γενικά συμπτώματα όπως κακουχία, κόπωση, αναιμία και δεκατική πυρετική κίνηση.

Εξωαρθρικές εκδηλώσεις συνήθως αφορούν ασθενείς με βαρύτερη αρθρική νόσο και μπορεί να περιλαμβάνουν πνευμονική, καρδιακή ή οφθαλμική προσβολή.
Η Ρ.Α. είναι μια καταστροφική ρευματοπάθεια, οι αρθρώσεις που φλεγμαίνουν σταδιακά οδηγούνται σε αποδιοργάνωση και καταστροφή. Η εξέλιξη της αρθρικής καταστροφής, χωρίς θεραπεία, οδηγεί σε σημαντική ανικανότητα.

Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει επίσης αυξημένη θνησιμότητα σε ασθενείς με Ρ.Α. και συνοσηρότητες που προέρχονται κυρίως από το Καρδιοαγγειακό, Αναπνευστικό σύστημα ή από λοιμώξεις.
Η διάγνωση της νόσου εξαρτάται από το συνδυασμό χαρακτηριστικών συμπτωμάτων, σημείων, εργαστηριακών και απεικονιστικών ευρημάτων.
Η νόσος εκδηλώνεται ως συμμετρική πολυαρθρίτιδα, αν και ο αριθμός των προσβεβλημένων αρθρώσεων μπορεί να ποικίλλει. Συχνότερα προσβάλλονται περιφερικές αρθρώσεις, με την προσβολή των μετακαρποφαλαγγικών (ΜΚΦ) και των εγγύς ΦΦ αρθρώσεων των άκρων χειρών να αποτελούν την πλέον χαρακτηριστική κλινική εικόνα.

Οι Ρευματοειδείς Παράγοντες (RFs) είναι αντισώματα που ανιχνεύονται στον ορό του 70-75% των ασθενών με Ρ.Α., αλλά δεν αποτελούν παθογνωμονική εξέταση της νόσου, καθώς ανευρίσκονται και σε άλλα νοσήματα του συνδετικού ιστού, χρόνιες λοιμώξεις αλλά και σε άλλες καταστάσεις. Παρόλα αυτά η παρουσία τους στον ορό, όταν συνοδεύεται από την τυπική κλινική εικόνα, επιβεβαιώνει τη διάγνωση.
Τα αντι-κιτρουλινικά αντισώματα (anti-CCP) έχουν ταυτοποιηθεί ως ο πλέον ειδικός «marker», καθώς ανιχνεύονται μόνο στην Ρ.Α.. Η παρουσία τους στον ορό μπορεί να προηγείται αρκετό χρονικό διάστημα της εμφάνισης κλινικών εκδηλώσεων. Επιπρόσθετα φαίνεται ότι αποτελούν δυσμενή προγνωστικό δείκτη έκβασης, καθώς σχετίζονται με μελλοντική ανάπτυξη ακτινολογικών βλαβών και πλέον επιθετική νόσο.
Νέες γνώσεις στην παθογένεια της νόσου και φάρμακα που στοχεύουν μέσω της αδρανοποίησης κυτταροκινών ή άλλων ενδοκυτταρίων «μονοπατιών» στην καλύτερη θεραπευτική αντιμετώπιση της Ρ.Α. έχουν βελτιώσει σημαντικά την έκβαση της νόσου. Η θεραπεία θα πρέπει να ξεκινά μόλις τίθεται η διάγνωση, καθώς κάθε καθυστέρηση μπορεί να οδηγήσει σε δυσμενή έκβαση. Η ύφεση της νόσου αποτελεί τον πρωταρχικό θεραπευτικό στόχο στην Ρ.Α..

Τα τελευταία χρόνια μελέτες έχουν δείξει ότι η στρατηγική Τreat-to-Τarget (T2T) είναι αποτελεσματικότερη της απλής παρακολούθησης, σε ότι αφορά τον έλεγχο της ενεργότητας της νόσου και στην επίτευξη της ύφεσης.

Τα σημεία-κλειδιά αυτής της T2T στρατηγικής είναι: η εκ των προτέρων οριοθέτηση θεραπευτικών στόχων, η στενή παρακολούθηση της ενεργότητας της νόσου χρησιμοποιώντας αξιόπιστους δείκτες καταγραφής της και σε περίπτωση επιμονής των συμπτωμάτων, οι συχνές διορθώσεις της χορηγούμενης θεραπείας, ακολουθώντας πρωτόκολλο όπου οι θεραπευτικές επιλογές είναι προκαθορισμένες.