Γράφει η:  Κέλλυ Μπούσια

Πως ο θεραπευτικός διάλογος βοηθά στη διαχείριση του πόνου της Oστεοαρθρίτιδας;
Μια νέα επιστημονική μελέτη έρχεται να υποστηρίξει, για πρώτη φορά, σε επίπεδο έρευνας, ότι οι ανωμαλίες στον τρόπο που ο εγκέφαλος βιώνει τον πόνο μπορεί να ευθύνονται για το χρόνιο πόνο που βιώνουν οι ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα. Σε αυτή τη βάση, οι ερευνητές προτείνουν ότι στις νέες θεραπείες για την αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου θα πρέπει να συμπεριληφθούν και άλλα εργαλεία.
Τα ευρήματα από την Ομάδα Έρευνας για την Αρθρίτιδα του Ηνωμένου Βασιλείου υποδεικνύουν την ανάγκη για νέες θεραπείες που συμπεριλαμβάνουν τη στόχευση των μηχανισμών αυτών του εγκεφάλου, ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά το χρόνιο πόνο. Ειδικότερα, η έρευνα εστιάζει στη χρησιμότητα των » θεραπειών μέσω του λόγου » (talking therapies). Mε τον όρο αυτό αναφερόμαστε στις ψυχοθεραπευτικές εκείνες μεθόδους (ανάλυση, ατομική και ομαδική ψυχοθεραπεία κ.ά.) που μέσω του λόγου και του διαλόγου μπορούν να μας ενισχύσουν απέναντι στα διάφορα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε. Η αυτογνωσία και η γνωστική αντίληψη του ασθενή με χρόνιο πόνο, αυξάνεται και βελτιώνεται μέσω της Ψυχοθεραπείας και του θεραπευτικού διαλόγου και κατά συνέπεια, το ίδιο το συναίσθημα, που συχνά εντείνει τον πόνο, μπορεί να γίνει σύμμαχος στην αντιμετώπισή του.
Ο χρόνιος πόνος αφορά το 30% του πληθυσμού και τα περισσότερα περιστατικά σχετίζονται με την αρθρίτιδα. Οι ασθενείς γίνονται ακόμα πιο ανήμποροι καθώς ο πόνος εξαπλώνεται και άλλες περιοχές του σώματος και η αντιμετώπιση του γίνεται όλο και πιο δύσκολη καθώς σταδιακά επηρεάζει τον ύπνο και άλλες καθημερινές δραστηριότητες. Ο καθηγητής Antony Jones, συνεργάτης του Πανεπιστημίου του Manchester και του Βρετανικού Εθνικού Συστήματος Υγείας, τονίζει: «Μέχρι τώρα πιστεύαμε ότι – στην περίπτωση τουλάχιστον της αρθρίτιδας – ο πόνος που βιώνεται από τον ασθενή είναι σε άμεση συνάρτηση με το βαθμό της βλάβης των αρθρώσεών του. Σήμερα γνωρίζουμε ότι συχνά το μέγεθος του πόνου είναι σε μικρή συνάρτηση με τη συνολική βλάβη και ότι μπορεί να βιώνουμε πόνο και σε σημεία του σώματος για τα οποία δεν έχουμε καμία ένδειξη για αρθρίτιδα ή άλλο ζήτημα».

Πως μπορεί όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο;
Προς το παρόν δεν μας είναι απολύτως σαφές γιατί οι ασθενείς με αρθρίτιδα παρουσιάζουν τόσο μεγάλο φάσμα στην εμπειρία του πόνου, κάποιοι βιώνουν ανυπόφορο πόνο, κάποιοι πιο ανεκτό, με την κλινική τους εικόνα ωστόσο να μην παρουσιάζει διαφορές. Παρόλα αυτά η ιατρική τους αντιμετώπιση είναι κοινή και συνεχίζει να βασίζεται εξ’ οκλήρου σχεδόν στη χρήση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, με τις όποιες παρενέργειές τους.
Στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού των παρεμβάσεων, οι ερευνητές θέλησαν να ερευνήσουν τους συσχετισμούς στο βίωμα του πόνου ανάμεσα στα άτομα με αρθρίτιδα και τα άτομα με ινομυαλγία. (European Journal of Neuroscience). Μας είναι γνωστό, ότι στην ινομυαλγία ο πόνος είναι διάχυτος χωρίς να μπορούμε να τον αποδώσουμε κάπου συγκεκριμένα και ότι και αυτοί οι ασθενείς – όπως σχεδόν όλοι όσοι βιώνουν χρόνιο πόνο- έχουν έντονο άγχος και διαταραχές στον ύπνο. Ακόμα, γνωρίζουμε ήδη και το έχουμε αναδείξει και στη στήλη, ότι στην περίπτωση της ινομυαλγίας, υπάρχουν όντως αλλοιώσεις στο κέντρο του εγκεφάλου που αφορά στον πόνο. Η ανακάλυψη λοιπόν ενός κοινού σημείου αναφοράς για το χρόνιο πόνο θα μπορούσε να μας βοηθήσει στη δημιουργία μιας πολύ πιο ολοκληρωμένης θεραπευτικής παρέμβασης από τις υπάρχουσες.
Συγκρίνοντας λοιπόν στο εργαστήριο την εγκεφαλική λειτουργία ατόμων που πάσχουν από αρθρίτιδα ή ινομυαλγία σε σχέση με εκείνων που δεν βιώνουν κάποιο πόνο, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως στον εγκέφαλό μας, εν αναμονή ενός πιθανού ερεθίσματος πόνου, η περιοχή που ονομάζεται νησιωτικός φλοιός (insular cortex / insula) αυξάνει τη δραστηριότητά της με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται η αντίληψη του πόνου στο κάθε άτομο. Μιλώντας για το νησιωτικό φλοιό εννοούμε το τμήμα εκείνο του φλοιού των εγκεφαλικών ημισφαιρίων που παίζει σημαντικό ρόλο στις διάφορες λειτουργίες που συνδέονται με το συναίσθημα και στη ρύθμιση της ομοιοστασίας του σώματος (έλεγχος της κίνησης, αυτογνωσία, γνωσιακή λειτουργία, διαπροσωπική εμπειρία). Η αίσθησή μας λοιπόν δεν αναλογεί στην ένταση του πόνου καθεαυτή αλλά στην εκτίμηση / αντίληψή μας για το πόσο πονάμε. Σε αυτή τη βάση λοιπόν μπορεί να εξηγηθεί το γιατί υπάρχει τόση διαφοροποίηση μεταξύ των ασθενών στην αντίληψη του πόνου. Ακόμα, για άλλη μια φορά τονίζεται η ψυχολογική, υποκειμενική διάσταση του πόνου και η σημασία του θεραπευτικού διαλόγου για την πορεία της νόσου και τη θεραπεία του ασθενή.
Εστιάζοντας λοιπόν τόσο την έρευνα όσο και το γενικότερο επιστημονικό μας ενδιαφέρον στις νέες αυτές εξελίξεις μπορούμε να συμβάλλουμε σημαντικά στην ανάπτυξη νέων σχημάτων θεραπευτικής παρέμβασης σε ζητήματα χρόνιου πόνου, με στόχο τη μείωση του πόνου των ασθενών και τη γενικότερη βελτίωση της καταστασής τους, μέσα από τη συναισθηματική τους υποστήριξη και ενδυνάμωση.