Eπιμέλεια:  Ευγένιος Γκράουρ

Η επάνοδος στο σχολείο την εποχή της πανδημίας είναι σημαντική, όχι μόνο για τη σχολική πρόοδο των μαθητών, αλλά και για την ψυχική τους υγεία. Η αντιμετώπιση, όμως, δεν είναι ίδια από όλα τα παιδιά. Ορισμένα από αυτά δυσκολεύονται να τη διαχειριστούν, ενώ κάποια άλλα… πανηγυρίζουν.

Η πανδημία του νέου κορωνοϊού έχει αλλάξει την καθημερινότητα ολόκληρης της υφηλίου και η επιβεβλημένη απομόνωση ανέτρεψε ολότελα το καθημερινό πρόγραμμά μας. Όπως και οι ενήλικες, έτσι και τα παιδιά και οι έφηβοι, αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν σε μία νέα πραγματικότητα. Όμως, τώρα καλούνται σταδιακά να επανέλθουν στην καθημερινότητά τους. Πόσο εύκολο είναι το εγχείρημα αυτό;  Η καραντίνα είχε διαφορετικό αντίκτυπο στα μικρά παιδιά, απ’ ότι στα μεγαλύτερα. Όμως για όλα το ζητούμενο ήταν και παραμένει ένα: η προσαρμογή στις εξελισσόμενες συνθήκες.

«Κατά τη διάρκεια της καραντίνας είχαμε μία ανατροπή στη ρουτίνα των παιδιών προς το χειρότερο. Οι έφηβοι έμεναν όλη τη νύχτα ξύπνιοι και το πρωί κοιμόντουσαν. Η υπερβολική ενασχόληση με τους υπολογιστές και τα κοινωνικά δίκτυα ήταν η βασική δραστηριότητά τους. Βέβαια πρόκειται για μία τάση που προϋπήρχε, αλλά ήταν υπό έλεγχο, γιατί υπήρχε ένα πρόγραμμα με υποχρεώσεις που τα ανάγκαζε να απομακρύνονται από τις οθόνες. Ωστόσο, κάτω από τις νέες συνθήκες, το φαινόμενο έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, κατά συνέπεια, η αλλαγή με την επιστροφή στα σχολεία θα είναι μεγαλύτερη» επισημαίνει η παιδοψυχίατρος Φρίντα Κωνσταντοπούλου.

Όπως η ίδια τονίζει, οι πρώτοι μαθητές που επιστρέφουν στα θρανία φαίνεται ότι δεν θα αντιμετωπίσουν ιδιαίτερα προβλήματα, καθώς είναι αυτοί που λόγω των επερχόμενων εξετάσεων, αναγκάστηκαν να διατηρήσουν μία ρουτίνα. Ακόμα και οι έφηβοι που δεν δίνουν εξετάσεις, όμως, ανήκουν σε αυτές τις ομάδες για τις οποίες η επιστροφή στο σχολείο αποτελεί μια θετική εξέλιξη, δεδομένου ότι σε αυτές τις ηλικίες η επιθυμία των παιδιών να βγουν από το σπίτι και να δουν τους φίλους τους είναι αυξημένη. Όσον αφορά στα μικρότερα παιδιά του δημοτικού, αυτά, μάλλον θα αντιμετωπίσουν κάποιου βαθμού δυσκολία κατά την προσαρμογή τους.

«Σε αντίθεση με τους εφήβους που αντιμετώπιζαν δυσκολίες κατά την περίοδο του εγκλεισμού, για τα μικρά παιδιά ήταν ιδανικό το γεγονός ότι έμεναν στο σπίτι με την οικογένειά τους, μία κατάσταση την οποία δεν έβλεπαν εύκολα το προηγούμενο διάστημα», εξηγεί η ειδικός.

Παιδιά με δυσκολίες

Για τα παιδιά με προϋπάρχουσες δυσκολίες, η απομάκρυνση από το σχολείο οδήγησε σε «βολέματα» και υποτροπές , με αφορμή το φόβο για το νέο κορωνοϊό και τις επίσημες προφυλακτικές οδηγίες.

«Τα περισσότερα παιδιά με δυσκολίες, ιδιαίτερα στην επικοινωνία και την κοινωνική αλληλεπίδραση, έχουν υποτροπιάσει πολύ γρήγορα. Η δουλειά που κάναμε για πολλούς μήνες ή και χρόνια, υποτροπίασε μέσα σε 1 ½ μήνα. Κι αυτό συνέβη γιατί πλέον υπήρχε μία υπαρκτή δικαιολογία για να παραμείνουν στο σπίτι. Πριν ο κανόνας ήταν ότι “προσπαθούμε να το αντιμετωπίσουμε”. Μετά ο κανόνας έγινε “μένουμε σπίτι”. Το ίδιο συνέβη και με τους ψυχαναγκασμούς, κυρίως αυτούς που αφορούν στην υγιεινή», σημειώνει η κα Κωνσταντοπούλου.

Ο φόβος

Η επάνοδος στο σχολείο, συνοδεύεται από ένα κρίσιμο ερώτημα. Τι ρόλο θα παίξει ο εύλογος φόβος που απορρέει από την πρωτόγνωρη για τις γενιές μας υγειονομική απειλή;

«Ο φόβος δεν είναι ένα συναίσθημα που συνάδει με τη φύση των εφήβων, δεδομένου μάλιστα ότι δεν τους απειλεί άμεσα αυτή η πανδημία. Τα μικρότερα παιδιά από μόνα τους, επίσης, δεν θα φοβηθούν να πάνε στο σχολείο. Σε κάθε περίπτωση, εξαρτάται από το πώς θα το διαχειριστεί το οικογενειακό περιβάλλον τους», απαντά η ειδικός.

Όπως εξηγεί, η προσέγγιση θα πρέπει να είναι αντικειμενική, δηλαδή να ενημερωθούν για τον κίνδυνο και για τα μέτρα με τα οποία μπορούν να τον αντιμετωπίσουν, χωρίς υπερβολές. Εντούτοις, τα παιδιά στις πρώτες τάξεις του δημοτικού θα χρειαστούν τη συνδρομή των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε να μπορέσουν να τηρήσουν τις σχετικές οδηγίες.

Για τα παιδιά με προϋπάρχουσες δυσκολίες, το θέμα της πανδημίας και ο φόβος που απορρέει από αυτήν αποτελούν μια καλή αφορμή για να παραμείνουν κλεισμένα στο σπίτι. Πολλά από αυτά, μάλιστα, ενδέχεται να εμφανίσουν προβλήματα σωματοποίησης προκειμένου να αποφύγουν να κάνουν αυτό που τα δυσκολεύει.

Ο ρόλος των γονέων

Είναι σημαντικό για όλους να διατηρούν όσο περισσότερο γίνεται μία ρουτίνα, όσον αφορά στον ύπνο τους και τις δραστηριότητές τους, έτσι ώστε να παραμείνουν σε μία εγρήγορση και η προσαρμογή στην κανονικότητα να είναι πιο εύκολη.

Στα μικρά παιδιά οι γονείς θα πρέπει να ξεκινήσουν μία ρουτίνα που θα σχετίζεται με το σχολικό περιβάλλον. Όσοι δεν το έχουν ήδη κάνει θα πρέπει να μπουν σε αυτή τη διαδικασία, καθώς όσο περισσότερο καιρό βρίσκονται τα παιδιά σε ένα πρόγραμμα, τόσο γρηγορότερα και ανώδυνα θα προσαρμοστούν στο σχολείο. Η διαδικασία της μάθησης, ακόμα και σε εξωσχολικά πεδία, είναι πολύ σημαντικό να διατηρηθεί σε μία υποτυπώδη ρουτίνα.

Όσον αφορά στους γονείς των παιδιών με δυσκολίες δεν πρέπει να επαναπαυτούν. Θα πρέπει να είναι κάθετοι ως προς την συνέχιση της προσπάθειας για την αντιμετώπιση του προβλήματος, η οποία «πάγωσε» κατά την περίοδο της καραντίνας, «βολεύοντας» ουσιαστικά αυτά τα παιδιά.

«Θα πρέπει οι γονείς να προσπαθήσουν μαζί με τα παιδιά τους να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες. Να τα βοηθήσουν να καταλάβουν ότι δεν πρέπει να μείνουν στο σπίτι εξαιτίας των φόβων, των ψυχαναγκασμών, των σωματικών ενοχλημάτων και γενικώς του άγχους και όπως αυτό εκδηλώνεται.

Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να παροτρύνουμε τα παιδιά να εστιάζουν στα θετικά των καταστάσεων που προκύπτουν στη ζωή τους. Κάποιες φορές οι εξελίξεις μπορεί να είναι αναπάντεχες, εκεί όμως θα πρέπει προσαρμόζονται, όπως όλοι μας, εστιάζοντας στα θετικά. Πάντα υπάρχουν! Αν βλέπουμε μόνο τα αρνητικά και μεμψιμοιρούμε γι’ αυτά, θα είμαστε δυστυχισμένοι. Αυτό είναι ο κανόνας», καταλήγει η κα Κωνσταντοπούλου.