Eπιμέλεια:  Ευγένιος Γκράουρ

Αιτία διάτρησης τυμπάνου κατά την αυτόνομη κατάδυση μπορεί να γίνει η δυσλειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας. Η πάθηση, γνωστή και ως βαρότραυμα καθόδου μπορεί να προκύψει καθώς ο δύτης καταδύεται ολοένα και βαθύτερα και αυξάνεται η πίεση του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η υψηλή περιβαλλοντική πίεση στρεσάρει πολύ το τμήμα του αυτιού που βρίσκεται πίσω από το τύμπανο που το τελευταίο υποχωρεί. Η αποφυγή αυτής της επώδυνης εξέλιξης έγκειται στην επιτυχή εξισορρόπηση του αέρα στο μέσο αυτί.

«Το μέσο ους είναι μία περιοχή του αυτιού που κανονικά περιέχει αέρα και σχηματίζεται από οστάρια τα οποία συνδέονται με την τυμπανική μεμβράνη ή αλλιώς τύμπανο. Το τύμπανο είναι η μεμβράνη που δέχεται τις δονήσεις από τα ηχητικά κύματα και θέτει σε κίνηση το σύστημα των οσταρίων τα οποία με τη σειρά τους θα μεταδώσουν τα κύματα αυτά στο έσω ους. Στη συνέχεια οι δονήσεις από τα ηχητικά κύματα μετατρέπονται σε νευρικά ερεθίσματα που μεταφέρονται προς τον  εγκέφαλο. Η διάτρηση του τυμπάνου είναι η ρήξη της τυμπανικής μεμβράνης με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η μετάδοση του ήχου και επομένως του ερεθίσματος προς τον εγκέφαλο, με άμεσο αποτέλεσμα τη βαρηκοΐα» μας εξηγεί ο πλαστικός χειρουργός προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας, συνεχίζοντας: «Το μέσο αυτί συνδέεται με τον ρινοφάρυγγα μέσω ενός καναλιού που ονομάζεται ευσταχιανή σάλπιγγα. Η ευσταχιανή σάλπιγγα φυσιολογικά έχει τη δυνατότητα να  ανοίγει και να κλείνει, ώστε αέρας να διέρχεται από αυτή και να διατηρείται η πίεση στο μέσο αυτί στα ίδια επίπεδα με εκείνη του περιβάλλοντος».

Στους δύτες, η ευσταχιανή σάλπιγγα καθώς ανοίγει, επιτρέπει στην πίεση πίσω από το τύμπανο να εξισωθεί με την εξωτερική πίεση του θαλασσινού νερού. Αν, όμως, για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι δυνατό να εκτελεστεί αυτή τη λειτουργία και παραμένει κλειστή, τότε, καθώς η πίεση του θαλάσσιου νερού αυξάνεται εξωτερικά, όσο ο δύτης κατεβαίνει βαθύτερα (ανά 33 πόδια κάτω από το νερό, η πίεση αυξάνεται 1 ατμόσφαιρα), η τυμπανική μεμβράνη λόγω αδυναμίας εξίσωσης των πιέσεων μέσα και έξω από αυτήν, ωθείται προς τα μέσα, τεντώνεται, με συνέπεια ο παθών να βιώνει έντονο πόνο. Η δυσλειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας προκαλείται συνήθως από κάποιο πρόβλημα, όπως πρόσφατο κρυολόγημα, λοίμωξη, αλλεργία και γενικά οποιοσδήποτε ερεθισμό προκαλεί φλεγμονή, διόγκωση και έκκριση βλέννας. Επιπλέον λόγοι είναι το κάπνισμα, η βίαιη αποσυμπίεση  του αυτιού, λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος, ρινικοί πολύποδες και όγκοι στον ρινοφάρυγγα.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων εμφάνισης  πόνου στο αυτί, ο δύτης αναγκάζεται να σταματήσει την κατάδυση πριν προκληθεί ρήξη του τυμπάνου, οπότε είναι πιθανότερο να υπάρξει ύφεση των συμπτωμάτων λίγο μετά την ανάδυσή του στην επιφάνεια. Ο πόνος, η έκπτωση της ακοής ή το βουητό και η δυσκολία ισορροπίας μπορεί να προκληθεί από την πίεση, και ενδεχομένως από τη συγκέντρωση υγρού στο χώρο του μέσου αυτιού.

Αν όμως συνεχίσει την κατάδυσή του, η πίεση θα εξακολουθήσει να αυξάνεται και το τύμπανο μπορεί να υποστεί ρήξη, οπότε ο πόνος μπορεί να μειωθεί. Στη συνέχεια, το ψυχρό νερό εισέρχεται στο μέσο αυτί και ο δύτης μπορεί να νιώσει ναυτία ή ίλιγγο και να αποπροσανατολιστεί, πράγμα που μπορεί να τον οδηγήσει σε πανικό. Συνέπεια αυτού ορισμένες φορές είναι η πολύ γρήγορη ανάδυση, χωρίς την πραγματοποίηση των ζωτικής σημασίας στάσεων αποσυμπίεσης. Για τη διασφάλιση εκτέλεσής τους, η συνδρομή του συνοδού κατάδυσης είναι καθοριστική.

Κατά την επαναφορά στην επιφάνεια ο δύτης μπορεί να αισθάνεται ότι το υγρό αποστραγγίζεται ή παρατηρεί έκπτωση της ακοής του. Παρά την έντονη παρόρμησή του να βάλει στο αυτί του αντικείμενα για να βγάλει το νερό, να ελέγχει αν ακούει καλύτερα κλπ, θα πρέπει να αποφύγει κάθε παρέμβαση, να μη βάλει σταγόνες στο αυτί, αλλά να προσπαθήσει να το κρατήσει στεγνό.

Σε περίπτωση έντονων συμπτωμάτων ή παραμονής τους για περισσότερο από 1 ώρα θα πρέπει να αναζητείται απαραίτητα ιατρική συμβουλή.

Η αρχική θεραπεία περιλαμβάνει τη χρήση αποσυμφορητικών  και ρινικών πλύσεων καθώς και αντισταμινικών ώστε να βοηθήσουν στο άνοιγμα της ευσταχιανής σάλπιγγας.

Τα πόσιμα αναλγητικά είναι χρήσιμα για τις περιπτώσεις που ο πόνος είναι έντονος. Εάν υπάρχει ρήξη απαιτείται η χορήγηση αντιβιοτικών από το στόμα για την πρόληψη λοιμώξεων. Ακοογράμματα και άλλες εξετάσεις πραγματοποιούνται κατά περίπτωση και συνήθως στους ασθενείς που παρουσιάζουν ρήξη τυμπάνου ή απώλεια ακοής. Εάν το άτομο παρουσιάσει ελάττωση της κινητικότητας του προσώπου, μπορεί να συνταγογραφηθούν  κορτικοστεροειδή.

Όταν δεν υπάρχει ρήξη, αλλά αιτία του πόνου είναι συλλογή υγρού πίσω από το τύμπανο τότε δίδονται αποσυμφορητικά, κορτικοειδή και σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται άμεσα ή μετά από μερικές ημέρες μια μικρή τομή στο τύμπανο προκειμένου να γίνει αναρρόφηση των εκκρίσεων του μέσου ωτός και να δημιουργηθεί μια δίοδο στον αέρα του περιβάλλοντος προκειμένου να στεγνώσει το μέσο αυτί. Όταν υπάρχει ρήξη που δεν έχει θεραπευτεί μετά από 2 μήνες τη λύση μπορεί να δώσει η τυμπανοπλαστική, ώστε να κλείσει η οπή. Όποια κι αν είναι η θεραπευτική επιλογή ο δύτης θα πρέπει να απέχει από το αγαπημένο του σπορ για τουλάχιστον 2 εβδομάδες μετά την επίλυση όλων των συμπτωμάτων και την επούλωση.

«Ο πόνος στο αυτί είναι η πιο συνηθισμένη ενόχληση των δυτών που καταδύονται σε μεγάλα βάθη. Είναι παρόμοιος αλλά κατά πολύ βαρύτερος από εκείνον που βιώνουν οι επιβαίνοντες σε αεροπλάνο κατά την απότομη άνοδο ή κάθοδο. Για την αποφυγή του, θα πρέπει εφόσον έχει εξασφαλιστεί μια καθαρή και χωρίς εκκρίσεις ρινική δίοδος να πραγματοποιείται αποσυμπίεση με τη μέθοδο Valsalva. Πρόκειται για μια τεχνική κατά την οποία με κλειστό στόμα και μύτη προσπαθούμε να φυσήξουμε απότομα. Η όλη διαδικασία αυξάνει την πίεση στο στόμα και το πίσω μέρος της μύτης, πιέζοντας τον αέρα που υπάρχει μέσα στην ευσταχιανή σάλπιγγα για να την ανοίξει και να γίνει εξίσωση των πιέσεων στις δύο μεριές της τυμπανικής μεμβράνης», καταλήγει ο Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.