Eπιμέλεια:  Ευγένιος Γκράουρ

Οι επεμβάσεις που διενεργούνται για να αντιμετωπιστεί η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη, δεν είναι άμοιρες επιπλοκών. Αντιθέτως, μπορεί να έχουν σοβαρές ή ακόμα και μακροχρόνιες επιπλοκές, για τις οποίες πρέπει εκ των προτέρων να ενημερώνονται οι ασθενείς.

Αυτό τονίζουν επιστήμονες από το Τμήμα Ουρολογίας του Πανεπιστημίου Tulane, στη Νέα Ορλεάνη, οι οποίοι δημοσίευσαν προσφάτως ανασκόπηση της ιατρικής βιβλιογραφίας στο ιατρικό περιοδικό Current Urology Reports. Τα ευρήματά τους συνοψίζει ο Χειρουργός-Ουρολόγος Δρ. Ηρακλής Δ. Πούλιας, τ. διευθυντής Ουρολογικής Κλινικής Νοσοκομείου Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ, τ. πρόεδρος Ελληνικής Ουρολογικής Εταιρείας.

Όπως εξηγούν οι ερευνητές στο άρθρο τους, η ανάλυσή τους βασίζεται στα ευρήματα 79 εργασιών οι οποίες δημοσιεύθηκαν την περίοδο 2005-2021, και αφορούν την διάγνωση και διαχείριση των επιπλοκών μετά από εγχειρήσεις για καλοήθη υπερπλασία του προστάτη.

Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη είναι μία από τις συχνότερες νόσους στους άνδρες. Η συχνότητά της αυξάνεται προοδευτικά μετά την ηλικία των 40 ετών και υπολογίζεται ότι φθάνει στο 80% των ανδρών στις ηλικίες άνω των 80 ετών. Η υπερπλασία εκδηλώνεται με συμπτώματα από το ουροποιητικό σύστημα.

Παραδοσιακά, η εγχείρηση εκτελείται σε ασθενείς οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στις συντηρητικές θεραπείες ή σε όσους έχουν επιπλοκές στην υπερπλασία που αντιμετωπίζονται με χειρουργική παρέμβαση. Ωστόσο η παγκόσμια τάση είναι να χειρουργούνται ασθενείς και σε πρωιμότερα στάδια της πάθησής τους.

Σε αυτό συνέβαλλαν οι ελάχιστα επεμβατικές χειρουργικές τεχνικές (MIST), οι οποίες έχουν παρόμοια ποσοστά αποτελεσματικότητας, αλλά χαμηλότερη σχετιζομένη με την επέμβαση νοσηρότητα απ’ ό,τι οι παλαιότερες μέθοδοι.

Οι ενδοσκοπικές τεχνικές που εφαρμόζονται σήμερα συμπεριλαμβάνουν εκτομή του διογκωμένου τμήματος του προστάτη, εξάχνωση, εκπυρήνιση, μηχανική μετατόπιση ή θερμική καταστροφή. Η μέθοδος εκλογής είναι η διουρηθρική εκτομή του αδενώματος (αδένωμα λέγεται το διογκωμένο τμήμα του προστάτη, που προκαλεί τα συμπτώματα). Συνοπτικά, οι ελάχιστα επεμβατικές μέθοδοι που εφαρμόζονται στις ΗΠΑ είναι:

  • Η διουρηθρική εκτομή αδενώματος προστάτη (είναι μονοπολική ή διπολική –  μέθοδοι TURP και TURIS, αντίστοιχα)
  • Η διουρηθρική εξάχνωση του προστάτη με λέιζερ holmium ή thulium (μέθοδος TULVP)
  • Η φωτοεκλεκτική εξάχνωση του προστάτη με λέιζερ (PVP)
  • Η εκπυρήνιση του προστάτη με λέιζερ holmium ή thulium (μέθοδοι HoLEP και ThuLEP)
  • Η θεραπεία με καυτό ατμό (μέθοδος Rezūm)
  • Η ενδοσκοπική υδροδυναμική εκτομή του αδενώματος με εφαρμογή υψηλής πίεσης φυσιολογικού ορού (Aquablation)
  • Η διεύρυνση της προστατικής ουρήθρας δια ταινιών ανάρτησης του προστάτη (UroLift)
  • Η ανοιχτή απλή προστατεκτομή (αφαιρείται μόνο το αδένωμα, όχι ολόκληρος ο προστάτης)
  • Η ρομποτική απλή προστατεκτομή (αφαιρείται μόνο το αδένωμα).

Κάποιες άλλες τεχνικές, όπως η θεραπεία με μικροκύματα (μέθοδος TUMT) και η διουρηθρική καταστροφή του αδενώματος δια βελόνης (μέθοδος TUNA) δεν προτιμώνται πλέον, λόγω έλλειψης αποτελεσματικότητας, σύμφωνα με την ανασκόπηση.

Μία άλλη τεχνική, που λέγεται εμβολισμός της προστατικής αρτηρίας (μέθοδος ΡΑΕ), έχει κάποια επιτυχία, αλλά δεν υπάρχουν ακόμα δεδομένα για την μακροχρόνια αποτελεσματικότητά της. Γι’ αυτό και δεν συνιστάται από την Αμερικανική Ουρολογική Εταιρεία.

Οι τεχνικές που εφαρμόζονται ευρέως έχουν διάφορες επιπλοκές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται:

  • Αιμορραγία. Παρατηρείται στο 4% των ασθενών κατά μέσον όρο. Αναλόγως με την μέθοδο κυμαίνεται από σχεδόν μηδέν (μέθοδος Urolift) έως 16% (με την ανοιχτή απλή προστατεκτομή). Μπορεί να εκδηλωθεί στη διάρκεια της επέμβασης ή κατά την πρώιμη μετεγχειρητική περίοδο.
  • Τραυματισμός στον αυχένα της ουροδόχου κύστης. Παρατηρείται σε ποσοστό από σχεδόν μηδέν (μέθοδοι Urolift, TULVP) έως 12,3% (μέθοδοι TURP και TURIS).
  • Στένωση της ουρήθρας. Παρατηρείται σε ποσοστό από 0,6% (ανοιχτή και ρομποτική απλή προστατεκτομή) έως 10% (με τη διουρηθρική εκτομή αδενώματος προστάτη).
  • Κάκωση στο στόμιο του ουρητήρα. Παρατηρείται σε ποσοστό κάτω από 2% των ασθενών με τις περισσότερες τεχνικές, με εξαίρεση τις μεθόδους TURP και TURIS (με αυτές κυμαίνεται από 0,8% έως 10%).
  • Διαταραχή της εκσπερμάτισης (παλίνδρομη εκσπερμάτιση). Είναι μία από τις συχνότερες επιπλοκές των επεμβάσεων για τον προστάτη. Παρατηρείται σε σχεδόν όλες τις επεμβάσεις για την καλοήθη υπερπλασία του, με εξαίρεση τις μεθόδους Urolift και Rezūm. Το ποσοστό της διαταραχής κυμαίνεται από περίπου 8% (με την ανοιχτή απλή προστατεκτομή) έως 90% (με την διουρηθρική εκτομή αδενώματος προστάτη με τις μεθόδους TURP και TURIS).
  • Σύνδρομο απορρόφησης υγρών (TUR). Το σύνδρομο αυτό είναι μία δυνητικά επικίνδυνη επιπλοκή που σχετίζεται με την διουρηθρική εκτομή του αδενώματος προστάτη, ιδίως τη μονοπολική (μέθοδος TURP). Παρατηρείται σε ποσοστό έως 1,4% των ασθενών.

Άλλες επιπλοκές που μπορεί να παρατηρηθούν είναι στενώματα στον αυχένα της ουροδόχου κύστης, υποτροπιάζοντα συμπτώματα υπερδραστήριας κύστης και, σε σπάνιες περιπτώσεις, κάκωση του ορθού εντέρου και δημιουργία συμφύσεων.

Οι επεμβάσεις για την καλοήθη υπερπλασία του προστάτη ενέχουν επίσης κίνδυνο υποτροπής και ανάγκης για νέα θεραπεία. Το ποσοστό νέας θεραπείας κυμαίνεται από 1,4% (με τις μεθόδους TULVP και HoLEP) έως 14% (μέθοδος Urolift).

Τα δεδομένα αυτά υποδηλώνουν ότι ο κλινικός ουρολόγος έχει στη διάθεσή του πολλές χειρουργικές τεχνικές για τους ασθενείς με συμπτωματική καλοήθη υπερπλασία του προστάτη. Η επιλογή της κατάλληλης τεχνικής για κάθε ασθενή πρέπει να είναι εξατομικευμένη και να βασίζεται στους στόχους κάθε παρέμβασης, στο μέγεθος και την ανατομία του προστάτη, στις προηγούμενες θεραπείες που έχει κάνει ο ασθενής και στις δυνητικές μετεγχειρητικές επιπλοκές. Η βούληση του ασθενούς είναι καθοριστική και γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να ενημερώνεται αναλυτικά για τα δυνητικά οφέλη αλλά και τους κινδύνους τους.