Eπιμέλεια:  Ευγένιος Γκράουρ

Διαταραχές ούρησης αντιμετωπίζει περίπου το 6% των γυναικών, οι οποίες συχνά είναι πολύπλοκες και δυσδιάγνωστες, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού αιτιών που τις προκαλούν. Δεδομένου ότι η πλήρης ίαση δεν είναι πάντοτε δυνατή, η διαχείρισή τους στοχεύει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων με κάθε διαθέσιμο κατά περίπτωση θεραπευτικό μέσο, προκειμένου οι ασθενείς να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους.

«Οι διαταραχές στη φυσιολογική λειτουργία της ούρησης είναι ένα συχνό πρόβλημα υγείας στις γυναίκες και μπορεί να οφείλεται σε πολλές αιτίες. Η συχνότερη από αυτές είναι η υπολειτουργικότητα του εξωστήρα. Πιθανή αλλά όχι συνηθισμένη είναι η απόφραξη στο ύψος του αυχένα της ουροδόχου κύστης, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις συνυπάρχει ο συνδυασμός των δύο καταστάσεων», μας εξηγεί ο εξειδικευθείς στη Λαπαροσκοπική και Ρομποτική Χειρουργική, Χειρουργός Ουρολόγος Δρ. Μάρκος Καραβιτάκης, MD, MSc, DIC (Imperial College), PhD, FEBU, Αs. Member European Association of Urology Guidelines Office. Σε μια μεγάλη έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 15.861 γυναίκες ηλικίας άνω των 40 ετών στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Σουηδία, η σταγονοειδής αποβολή των ούρων ήταν το πιο συνηθισμένο σύμπτωμα (38,3%), ακολουθούμενο από αίσθημα ατελούς εκκένωσης της ουροδόχου κύστης ( 27,4%) και μείωση της ροής των ούρων (20,1%).

Η ακριβής διάγνωση προκειμένου να υιοθετηθεί η καταλληλότερη θεραπεία αποτελεί πρόκληση, δεδομένου ότι τα συμπτώματα αποθήκευσης και ούρησης μπορούν να συνυπάρχουν, έχοντας είτε ανεξάρτητη είτε σχετική παθοφυσιολογία.

Η πρωτοπαθής υπολειτουργικότητα του εξωστήρα (δηλαδή η συστολή μειωμένης δύναμης και/ή διάρκειας, με αποτέλεσμα την παρατεταμένη κένωση της ουροδόχου κύστης ή/και την αποτυχία πλήρους κένωσής της εντός κανονικού χρονικού διαστήματος), σχετίζεται αποκλειστικά με την ηλικία και δεν έχει άλλες αιτίες, ενώ η δευτερογενής συνδέεται με μια ανιχνεύσιμη σχετική παθολογία, π.χ. σακχαρώδη διαβήτη ή απόφραξη στο ύψος του αυχένα της ουροδόχου κύστης. Η παθογένεση μπορεί να είναι μυογενής ή νευρογενής ή συνδυασμός τους.

Οι εγκεφαλικές βλάβες και άλλες παθήσεις του νευρικού συστήματος μπορεί να προκαλέσουν υπολειτουργικότητα του εξωστήρα ή μη συστολή του. Τα συμπτώματα και η ουροδυναμική εικόνα της ασθενούς ποικίλλουν ανάλογα με τη θέση και την έκταση της βλάβης και ενδέχεται να αλλάξουν κατά την εξέλιξη της νόσου. Η γήρανση είναι ένας συχνός λόγος αδυναμίας του εξωστήρα. Μπορεί να προκληθεί από εκφύλιση και να επηρεάσει την ικανότητά του να διατηρήσει παρατεταμένη σύσπαση για να αδειάσει εντελώς την ουροδόχο κύστη. Βεβαίως, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες κινδύνου, όπως η εμμηνόπαυση, η δυσκοιλιότητα, η καθιστική ζωή, η χορήγηση αναισθησίας. Η εμμηνόπαυση μπορεί να οδηγήσει σε εκφυλισμό και απώλεια μυϊκών κυττάρων του εξωστήρα, ενώ η δυσκοιλιότητα οδηγεί σε διάταση του ορθού και μείωση της συσταλτικότητας του εξωστήρα ή/και παρεμπόδιση του αδειάσματος της ουροδόχου κύστης.

Είναι δε γνωστό ότι ένα ευρύ φάσμα φαρμάκων συμβάλλουν ή προκαλούν προβλήματα ούρησης, όπως αντιψυχωτικά, αντιχολινεργικά, αντικαταθλιπτικά, μερικά αντιπαρκινσονικά (απομορφίνη), οπιούχα, αντιισταμινικά και αδρενεργικά.

Οι αιτιώδεις παράγοντες για την απόφραξη στο ύψος του αυχένα της ουροδόχου κύστης είναι είτε ανατομικοί είτε λειτουργικοί. Στους ανατομικούς περιλαμβάνεται η πρόπτωση πυελικών οργάνων, π.χ. της μήτρας. Αυτό συμβαίνει στο 2% των γυναικών με 1ου και 2ου βαθμού πρόπτωση και έως 33% με 3ου και 4ου βαθμού. Οι συχνότερες λειτουργικές αιτίες είναι η δυσλειτουργία ούρησης και η δυσσυνέργεια σφιγκτήρα-εξωστήρα.

Σύμφωνα με τον Δρ. Καραβιτάκη, για τη ακριβή διάγνωση των προβλημάτων ούρησης στις γυναίκες, τα συμπτώματα πρέπει να αξιολογούνται με ακρίβεια και ίσως με ουροδυναμικές και απεικονιστικές εξετάσεις. Σε αυτά περιλαμβάνονται η μείωση της ροής των ούρων, η διακοπτώμενη ούρηση, η μη πλήρης κένωση της ουροδόχου κύστης, η ανάγκη άμεσης επαναληπτικής ούρησης, η εξαρτώμενη από τη θέση ούρηση και η σταγονοειδής απώλεια ούρων μετά την ούρηση.

Πέραν της κλινικής εξέτασης, χρήσιμο εργαλείο για τη διάγνωση είναι τα αντικειμενικά δεδομένα σχετικά με την πρόσληψη υγρών, τη συχνότητα της ούρησης, τον συνολικό όγκο και τους μέγιστους όγκους των ούρων που αποβλήθηκαν, καθώς και τα επεισόδια ακράτειας. Αυτά παρέχονται στους θεράποντες ιατρούς συνήθως μέσω ενός ημερολόγιου, όπου ο ασθενής διατηρεί για 2 ή 3-7 ημέρες.

Εάν αυτές οι μη επεμβατικές ουροδυναμικές ενδείξεις ανιχνεύουν ανωμαλίες, για να γίνει διάκριση μεταξύ υπολειτουργικότητας του εξωστήρα και απόφραξης στο ύψος του κυστικού αυχένα της ουροδόχου κύστης, είναι απαραίτητες επεμβατικές ουροδυναμικές εξετάσεις, οι οποίες μπορούν να συνδυαστούν με βίντεο-ουροδυναμική (video-cystography) και ηλεκτρομυογραφία των μυών πυελικού εδάφους/γραμμωτού σφιγκτήρα.

Όπως επισημαίνει ο Δρ. Καραβιτάκης, για τη θεραπεία των διαταραχών ούρησης στις γυναίκες υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις, ανάλογα με την τελική διάγνωση και εάν ο στόχος είναι ο εξωστήρας, η έξοδος της ουροδόχου κύστης ή και τα δύο. Πρέπει δηλαδή να στοχεύει είτε στην αύξηση της συσταλτικότητας της ουροδόχου κύστης, είτε στη μείωση της αντίστασης στην ούρηση είτε και στα δύο. Υπάρχουν διάφορες διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές που κυμαίνονται από την συντηρητική θεραπεία στις φαρμακευτικές και χειρουργικές θεραπείες ανάλογα με το πρόβλημα κάθε φορά».

«Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα συμπτώματα του ουροποιητικού συστήματος έχουν κακή συσχέτιση με την υποκείμενη παθοφυσιολογία, και γι’ αυτό απαιτείται ενδελεχής έλεγχος προκειμένου να τεθεί η σωστή διάγνωση και να προσδιοριστεί το ενδεδειγμένο θεραπευτικό πλάνο, το οποίο πρέπει, εκτός από τη μείωση των συμπτωμάτων, να ελαχιστοποιεί και τις μακροπρόθεσμες επιπλοκές που συνδέονται με αυτά», καταλήγει ο Δρ. Μάρκος Καραβιτάκης.