Eπιμέλεια:  Ευγένιος Γκράουρ

Μία εξελιγμένη, μη επεμβατική μέθοδος που χρησιμοποιεί χαμηλής ενέργειας παλμικό φως, μπορεί να βελτιώσει την όραση των πασχόντων από σοβαρές οφθαλμοπάθειες. Νέα δεδομένα δείχνουν ότι η φωτοβιοανάπλαση (PBM) είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση της ξηρού τύπου ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς κηλίδας, αλλά και πολλών αγγειακών παθήσεων του αμφιβληστροειδή.

Η τεχνική αυτή εφαρμόζεται εδώ και έξι χρόνια στη χώρα μας, η οποία πρωτοπορεί στην ανάπτυξη και την εξέλιξή της.

«Η φωτοβιοανάπλαση είναι μία διαδικασία κατά την οποία παλμικό, χαμηλής έντασης, ερυθρό φως εισδύει στο εσωτερικό των κυττάρων του σώματος και διεγείρει την επούλωσή τους. Είναι μία μη επεμβατική, ανώδυνη μέθοδος, η οποία δεν χρησιμοποιεί θερμότητα, αλλά βασίζεται στην έκθεση του κλειστού ματιού σε παλμικό φως για μερικά δευτερόλεπτα», λέει ο Χειρουργός – Οφθαλμίατρος Δρ. Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision και καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYU Medical School).

Όπως εξηγεί, στόχος του φωτός είναι να ενεργοποιήσει τα μιτοχόνδρια, δηλαδή τα «εργοστάσια» παραγωγής ενέργειας των κυττάρων. Τα γηρατειά, οι αρρώστιες και ο τρόπος ζωής μπορεί να κάνουν τα μιτοχόνδρια να μην παράγουν αρκετή ενέργεια. Η ενέργεια αυτή όμως είναι απαραίτητη για την επούλωση και την επιβίωση των κυττάρων.

Το παλμικό φως ενεργοποιεί μία αντίδραση, η οποία αντιστρέφει τη μειωμένη παραγωγή ενέργειας στα κύτταρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μείωση του οξειδωτικού στρες και αύξηση της κυκλοφορίας του αίματος, η οποία επιτρέπει την αντιμετώπιση πολλών, διαφορετικών προβλημάτων υγείας. Στην πραγματικότητα, η φωτοβιοανάπλαση χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια για προβλήματα που κυμαίνονται από την επούλωση των πληγών και την αντιμετώπιση των χρόνιων μυοσκελετικών τραυματισμών έως την αντιμετώπιση του πόνου και τη μείωση της φλεγμονής.

Τα οφέλη αυτά επιτυγχάνονται χάρη στις επιδράσεις του φωτός σε πολλούς κυτταρικούς μηχανισμούς, όπως η έκφραση των γονιδίων, η κυτταρική ανάπτυξη, ο κυτταρικός πολλαπλασιασμός, η επιβίωση των κυττάρων, αλλά και η διαφοροποίησή τους.

Τι σχέση έχουν, όμως, όλ’ αυτά με τις παθήσεις των ματιών; «Ο αμφιβληστροειδής χιτώνας, που βρίσκεται βαθιά μέσα στα μάτια, είναι μία δομή των ματιών με μεγάλες ανάγκες σε ενέργεια. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι ευάλωτος στη δυσλειτουργία των μιτοχονδρίων», εξηγεί ο κ. Κανελλόπουλος. «Τα βασικά είδη κυττάρων του (τα νευρικά, τα γαγγλιακά και τα κύτταρα-φωτοϋποδοχείς της όρασης) περιέχουν υψηλή πυκνότητα μιτοχονδρίων, τα οποία όταν δεν λειτουργούν ομαλά, πλήττουν την όραση».

Το παλμικό φως που χρησιμοποιείται στην φωτοβιοανάπλαση (είναι επιλεγμένα μήκη κύματος ερυθρού/σχεδόν υπέρυθρου φωτός) φθάνει έως τον αμφιβληστροειδή χιτώνα, όπου μπορεί να συμβάλλει στη θεραπεία πολλών παθήσεων.

Μελέτες έχουν δείξει ότι σε ασθενείς με ξηρού τύπου εκφύλιση της ωχράς κηλίδας παρέχει στατιστικώς σημαντικά οφέλη στην οπτική οξύτητα και άλλες λειτουργικές παραμέτρους, καθώς και στη μορφολογία της νόσου. Μάλιστα οφέλη παρατηρούνται ακόμα και σε ασθενείς, οι οποίοι πάσχουν επί πολλά έτη (ακόμα και 8 ή περισσότερα) από την εκφύλιση.

Η ωχρά κηλίδα είναι μία περιοχή του αμφιβληστροειδούς, που αποτελεί το κέντρο της όρασης, καθώς είναι υπεύθυνη για την ευκρινή όραση και την αντίληψη των χρωμάτων. Η περιοχή αυτή εκφυλίζεται με την πάροδο του χρόνου, αλλά η φθορά της επιταχύνεται με την έκθεση σε παράγοντες όπως το κάπνισμα, η υπεριώδης ακτινοβολία του ηλίου κ.λπ. Υπάρχουν δύο μορφές ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς, ο ξηρός και ο υγρός τύπος. Η ξηρού τύπου ηλικιακή εκφύλιση είναι η λιγότερο συχνή μορφή της.

Η πιο πρόσφατη από τις μελέτες (λέγεται LIGHTSITE III) δημοσιεύθηκε πριν από λίγες εβδομάδες. Συμπεριέλαβε 100 ασθενείς που έπασχαν από ξηρού τύπου εκφύλιση της ωχράς επί 5 χρόνια κατά μέσο όρο. Όπως έδειξε, η όραση των ασθενών βελτιώθηκε σημαντικά μετά από 13 μήνες θεραπείας. Ωστόσο όσο λιγότερα χρόνια είχαν οι ασθενείς τη νόσο, τόσο μεγαλύτερη ήταν η βελτίωσή τους.

Σε άλλη πρόσφατη μελέτη, οι ερευνητές παρουσίασαν αποτελέσματα από τη χρήση της μεθόδου σε ασθενείς με διαβητικό οίδημα της ωχράς. Αυτό το οίδημα (πρήξιμο) εκδηλώνεται σε πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη, όταν οι βλάβες που προκαλεί το αυξημένο σάκχαρο στα αγγεία οδηγούν σε μικροανευρύσματα από τα οποία διαρρέει υγρό ή/και αίμα στην περιοχή της ωχράς. Τα υγρά που συσσωρεύονται μπορεί να δημιουργήσουν σκληρά εξιδρώματα. Το διαβητικό οίδημα της ωχράς είναι η κύρια αιτία απώλειας της όρασης στους διαβητικούς ασθενείς.

Η μελέτη έδειξε ότι η φωτοβιοανάπλαση μπορεί να μειώσει τη συλλογή υγρών και τα σκληρά εξιδρώματα, καθώς και ότι είναι ασφαλής και καλά ανεκτή. Τώρα διερευνάται αν βελτιώνει και την όραση σε ασθενείς με εκτεταμένο διαβητικό οίδημα της ωχράς.

Υπάρχουν επίσης δεδομένα που δείχνουν ότι η φωτοβιοανάπλαση μπορεί να είναι αποδοτική και σε πολλές άλλες οφθαλμικές παθήσεις με εμπλοκή των μιτοχονδρίων. Μία από αυτές είναι η οπτική νευροπάθεια Leber’s. Πρόκειται για μία κληρονομούμενη κατάσταση που προκαλείται από βλάβες στο γενετικό υλικό που περιέχουν τα μιτοχόνδρια (μιτοχονδριακό DNA).

Άλλα πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι η μέθοδος μπορεί να είναι ωφέλιμη και στη νόσο Stargardt που επίσης χαρακτηρίζεται από δυσλειτουργία των μιτοχονδρίων. Ανάλογα ευρήματα έχουν και μελέτες με άλλες οφθαλμικές παθήσεις, όπως η αμφιβληστροειδοπάθεια της προωρότητας (παρατηρείται στα πρόωρα βρέφη), η αμβλυωπία, η μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια κ.ά.

Επιπλέον, πολλές μελέτες παρέχουν πειστικές ενδείξεις για την αποτελεσματικότητα της μεθόδου στην επούλωση των πληγών, γεγονός που θα μπορούσε να παράσχει οφέλη κατά τις οφθαλμικές εγχειρήσεις αλλά και τους οφθαλμικούς τραυματισμούς.

«Τα υπάρχοντα δεδομένα υποδηλώνουν ότι η φωτοβιοανάπλαση ασκεί πολλαπλές επιδράσεις στον κυτταρικό μεταβολισμό, βελτιώνει την υγεία των κυττάρων και μειώνει εκφυλιστικές και φλεγμονώδεις διεργασίες σε κυτταρικό και υποκυτταρικό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, η μέθοδος μελετάται και ως θεραπεία για τη σοβαρή μυωπία, καθώς υπάρχουν ελπίδες ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί και αυτή. Είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικό και κολακευτικό το γεγονός ότι μία μέθοδος που εφαρμόζεται με πρωτοπορία στη χώρα μας εδώ και έξι χρόνια, συγκεντρώνει ολοένα περισσότερο το επιστημονικό ενδιαφέρον σε όλο τον κόσμο, με τα επιστημονικά δεδομένα να υποστηρίζουν τη χρήση της ως πιθανής θεραπείας σε ευρύ φάσμα των οφθαλμικών παθήσεων», καταλήγει ο κ. Κανελλόπουλος.