Eπιμέλεια:  Ευγένιος Γκράουρ

Η κατάθλιψη είναι πολύ συνηθισμένη, καθώς προσβάλλει το σχεδόν 5% του ελληνικού πληθυσμού, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα. Ωστόσο όλοι οι πάσχοντες δεν έχουν εξίσου σοβαρή νόσο.

Όπως εξηγεί ο νευρολόγος-ψυχίατρος Δρ. Νίκος Ε. Δέγλερης, διδάσκων Ψυχοθεραπείας στο Πανεπιστήμιο Paris V, στη Γαλλία, η σοβαρότητα της κατάθλιψης μπορεί να κυμαίνεται από ήπια έως σοβαρή (μείζονα). «Η ακριβής ταξινόμηση βασίζεται σε πολλούς παράγοντες», λέει. «Αυτοί συμπεριλαμβάνουν το είδος των συμπτωμάτων που εκδηλώνει ο ασθενής, τη σοβαρότητά τους και τη συχνότητα της εμφάνισής τους. Μερικοί τύποι κατάθλιψης μπορεί ακόμα να προκαλούν παροδικές εξάρσεις στη σοβαρότητα των συμπτωμάτων».

Πώς μπορεί όμως να υποψιαστεί ένας ασθενής πόσο σοβαρά είναι τα συμπτώματα που εκδηλώνει; «Η αλήθεια είναι πως τόσο η ήπια, όσο και η μέτρια και η σοβαρή κατάθλιψη μοιράζονται μερικά κοινά συμπτώματα», απαντά ο ειδικός. «Στις γυναίκες, τα συμπτώματα αυτά είναι η επίμονη θλίψη, η ευσυγκινησία και η διαρκής ενασχόληση με τα αρνητικά συναισθήματα. Αντίστοιχα στους άνδρες είναι η οξυθυμία, τα νεύρα και η επιθετικότητα».

Άλλα συμπτώματα ύποπτα για κατάθλιψη ποικίλης σοβαρότητας στους άνδρες είναι η παρορμητική συμπεριφορά, η απάθεια, η τάση να κατηγορούν τους άλλους για ό,τι κακό τους συμβαίνει (οι γυναίκες συνήθως κατηγορούν τον εαυτό τους) και η απομόνωση.

Και στα δύο φύλα, εξάλλου, μπορεί να παρουσιαστούν απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που ο/η ασθενής κάποτε απολάμβανε, δυσκολίες στη συγκέντρωση στη δουλειά ή αδιαφορία γι’ αυτήν, διάχυτοι πόνοι στο σώμα δίχως προφανή αιτία, υπνηλία και κόπωση στη διάρκεια της ημέρας, αϋπνία, αλλαγές στην όρεξη και αλλαγές στο σωματικό βάρος.

«Τα συμπτώματα της ήπιας κατάθλιψης μπορεί να επιμείνουν για ημέρες και επεμβαίνουν στις καθημερινές δραστηριότητες δίχως όμως να τις διαταράσσουν σοβαρά», λέει ο Δρ. Δέγλερης. «Αν η εμφάνισή τους καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας και εμφανίζονται κατά μέσον όρο 4 μέρες την εβδομάδα, επί δύο χρόνια, ο ασθενής μπορεί να πάσχει από επιμένουσα καταθλιπτική διαταραχή ή αλλιώς από δυσθυμία».

Στην μέτρια κατάθλιψη τα κλασικά συμπτώματα είναι αρκετά σοβαρά ώστε να δημιουργούν προβλήματα στο σπίτι και στη δουλειά. Μπορεί επίσης το άτομο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες στην κοινωνική του ζωή.

Στη μέτρια κατάθλιψη υπάρχουν επίσης μερικά συμπτώματα που δεν εκδηλώνονται στην ήπια μορφή της ψυχικής νόσου. Αυτά είναι τα προβλήματα αυτοεκτίμησης, η μειωμένη παραγωγικότητα, το να αισθάνεται ο/η ασθενής ανάξιος, η αυξανόμενη ευαισθησία και η υπερβολική ανησυχία.

Στην σοβαρή κατάθλιψη μπορεί να υπάρχουν τα συμπτώματα της ήπιας και της μέτριας, αλλά είναι τόσο σοβαρά και εμφανή ώστε τα παρατηρούν ακόμα και οι οικείοι του πάσχοντος.

Εκτός από αυτά τα συμπτώματα, όμως, μπορεί να υπάρχουν και ορισμένα άλλα, τα οποία δεν εκδηλώνονται στις ηπιότερες μορφές. Αυτά είναι:

  • Αδυναμία να φροντίσει ο/η ασθενής τον εαυτό του/της (π.χ. να φάει, να κάνει μπάνιο, να αλλάξει ρούχα κ.λπ.).
  • Η ψυχοκινητική καταστολή, δηλαδή η εμφανής μείωση της νοητικής και της σωματικής δραστηριότητας (σαν να είναι ο/η ασθενής ναρκωμένος).
  • Τα ψυχωσικά συμπτώματα, δηλαδή ενδείξεις πως ο/η ασθενής δεν έχει καλή επαφή με την πραγματικότητα (π.χ. ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις). Τα συμπτώματα αυτά εκδηλώνονται στις πολύ σοβαρές περιπτώσεις κατάθλιψης.
  • Ο αυτοκτονικός ιδεασμός ή/και οι απόπειρες αυτοκτονίας.

«Τα επεισόδια της σοβαρής κατάθλιψης διαρκούν κατά μέσον όρο 6 μήνες ή περισσότερο», προσθέτει ο Δρ. Δέγλερης. «Μερικές φορές υποχωρούν έπειτα από λίγο καιρό, αλλά στις περισσότερες υποτροπιάζουν».

Οι προειδοποιητικές ενδείξεις της απόπειρας αυτοκτονίας

Η σοβαρή κατάθλιψη παραλύει το άτομο, το ωθεί να κλείνεται στον εαυτό του και μπορεί να μην του επιτρέπει να σηκωθεί από το κρεβάτι ή να βγει από το σπίτι. Η διάγνωσή της έχει ζωτική σημασία και μερικές φορές είναι αληθινή μάχη με τον χρόνο, πριν συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο.

«Μελέτες έχουν δείξει πως από τους ασθενείς με μείζονα κατάθλιψη με αυτοκτονικό ιδεασμό που δεν κάνουν θεραπεία, ποσοστό έως και 15% τελικά αυτοκτονούν», επισημαίνει ο Δρ. Δέγλερης. «Επομένως είναι σημαντικό να γίνεται γρήγορα η διάγνωση, ώστε να αρχίζει εγκαίρως η θεραπεία».

Οι προειδοποιητικές ενδείξεις μιας επικείμενης απόπειρας αυτοκτονίας είναι:

  • Να λέει ο/η ασθενής ότι θέλει να πεθάνει ή να αυτοκτονήσει
  • Να αναζητά τρόπους να αυτοκτονήσει (π.χ. κάνει αναζητήσεις στο διαδίκτυο ή προσπαθεί να αγοράσει όπλο)
  • Να λέει ότι νιώθει απελπισία και δεν έχει πια κανένα λόγο για να ζει
  • Να λέει πως αισθάνεται παγιδευμένος ή έχει ανυπόφορος πόνους
  • Να λέει ότι αισθάνεται πως έχει γίνει βάρος στους άλλους και πως οι άλλοι θα είναι καλύτερα χωρίς αυτόν
  • Να πίνει ολοένα περισσότερο αλκοόλ ή να παίρνει ολοένα περισσότερες ουσίες
  • Να είναι συνέχεια νευρικός ή αγχώδης και να συμπεριφέρεται απερίσκεπτα
  • Να κοιμάται πάρα πολύ ή αντιθέτως να κοιμάται ελάχιστα
  • Να κλείνεται στον εαυτό του ή να αισθάνεται απομονωμένος
  • Να δείχνει εξοργισμένος ή να μιλάει για την εκδίκηση που θα πάρει
  • Να παρουσιάζει ακραίες διακυμάνσεις της ψυχικής διάθεσης

Τον κίνδυνο για απόπειρα αυτοκτονίας αυξάνουν ακόμα περισσότερο ορισμένοι παράγοντες κινδύνου, όπως το νυν ή παλαιότερο ιστορικό χρήσης ουσιών, το ατομικό ιστορικό απόπειρας αυτοκτονίας, το οικογενειακό ιστορικό αυτοκτονίας και τα όπλα στο σπίτι.

«Δεν κάνουν υποχρεωτικώς απόπειρα αυτοκτονίας όλοι όσοι εκδηλώνουν τα προαναφερθέντα συμπτώματα, αλλά δυστυχώς δεν μπορεί κανείς να ξέρει εκ των προτέρων ποιοι θα προχωρήσουν τελικά έως την απόπειρα και ποιοι όχι», διευκρινίζει ο Δρ. Δέγλερης. «Το σίγουρο είναι πως οι αρνητικές σκέψεις που κάνει ο ασθενής, του φαίνονται απολύτως φυσιολογικές παρότι είναι εντελώς παράλογες και αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό».

Και καταλήγει: «Επειδή οι ασθενείς συχνά υποφέρουν σιωπηλά και δεν εκμυστηρεύονται σε κανέναν τι σκέφτονται, καλό είναι οι οικείοι τους και όσοι νοιάζονται γι’ αυτούς να τους παροτρύνουν συνειδητά να μιλούν για την αυτοκτονία και τη γνώμη τους γι’ αυτήν. Είναι ακραίο μέτρο, αλλά μπορεί να αποδειχθεί σωτήριο, αφού όσο σοβαρή κι αν είναι η κατάθλιψη μπορούμε να παρέμβουμε και να βοηθήσουμε τον/την ασθενή».