Eπιμέλεια:  Ευγένιος Γκράουρ

Η νόσος Πάρκινσον δεν επηρεάζει μόνο την κινητικότητα των ασθενών, αλλά μπορεί να μειώσει και το προσδόκιμο επιβίωσής τους. Αν, όμως, γίνει εγκαίρως η διάγνωση και οι ασθενείς κάνουν την κατάλληλη θεραπεία σε κάθε στάδιο της ασθένειάς τους, κερδίζουν πολλά και καλά χρόνια ζωής.

Όπως γράφουν στο επιστημονικό περιοδικό Neurology επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Rutgers και το Πανεπιστήμιο Harvard, όταν τη δεκαετία του ’60 ρωτούσε ένας ασθενής με νόσο Πάρκινσον «πόσο χρόνο έχω γιατρέ;», η συνήθης απάντηση ήταν 9,4 χρόνια κατά μέσον όρο.

Την εποχή εκείνη, όμως, δεν είχε ακόμα εισαχθεί στη φροντίδα των ασθενών το κύριο φάρμακο για τη νόσο, η λεβοντόπα. Τρεις δεκαετίες αργότερα, όταν πια η λεβοντόπα χρησιμοποιούταν ευρέως, το προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών είχε αυξηθεί στα 13,1 έτη, σύμφωνα με την ίδια επιστημονική ομάδα.

Ακόμα πιο πρόσφατα, το 2016, και έπειτα από 18 χρόνια εφαρμογής στην καθημερινή πρακτική του νευροδιεγέρτη DBS για τη νόσο Πάρκινσον, το προσδόκιμο επιβίωσης έφτασε τα 14,6 έτη, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις φθάνει μέχρι τα 22 έτη.

«Οι βελτιώσεις αυτές είναι πολύ σημαντικές», λέει ο νευρολόγος Παναγιώτης Ι. Ζήκος, υπεύθυνος του Ιατρείου Νόσου Πάρκινσον & Συναφών Διαταραχών του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας και υπεύθυνος του Ιατρείου Επεμβατικής Αντιμετώπισης Πάρκινσον στο Νοσοκομείο Μετροπόλιταν. «Με τις επεμβατικές θεραπείες έχουμε ασθενείς που ζουν μια ποιοτική ζωή 20 ή περισσότερα χρόνια με τη νόσο Πάρκινσον. Αν λοιπόν αναλογιστούμε ότι ένας άνθρωπος ηλικίας 60 ετών χωρίς Πάρκινσον μπορεί να αναμένει ότι θα ζήσει τουλάχιστον άλλα 23 έτη (αυτό είναι κατά προσέγγιση το μέσο προσδόκιμο επιβίωσης για τον γενικό πληθυσμό), το να ζει ένας 60άρης ασθενής με Πάρκινσον 15 ή 20 χρόνια είναι πολύ σημαντικό. Το κλειδί, όμως, είναι να κάνουν οι ασθενείς εγκαίρως την απαιτούμενη θεραπεία, η οποία δεν είναι ίδια σε όλα τα στάδια της νόσου».

Σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες, η θεραπεία της νόσου Πάρκινσον αρχίζει με λεβοντόπα ή φάρμακα από άλλες κατηγορίες (π.χ. αγωνιστές ντοπαμίνης ή αναστολείς μονοαμινοξειδάσης Β) όταν οι ασθενείς έχουν κινητικά προβλήματα που επηρεάζουν την ποιότητα της ζωής τους.

Στους ασθενείς συνιστάται επίσης να γυμνάζονται συστηματικά, καθώς και να κάνουν εξειδικευμένη φυσικοθεραπεία. Πρέπει επίσης να προσέχουν τη διατροφή τους και, αν χρειαστεί, να κάνουν άλλες συμπληρωματικές θεραπείες, όπως εργοθεραπεία, λογοθεραπεία κ.λπ.

Με το πέρασμα των χρόνων και καθώς η νόσος εξελίσσεται, μπορεί να χρειάζονται ολοένα μεγαλύτερες δόσεις φαρμάκων ή συνδυασμοί φαρμάκων για να διατηρούν μια καλή ποιότητα ζωής.

Τελικά, όμως, έπειτα από αρκετά χρόνια νόσου θα αρχίσουν να μην ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στα φάρμακα. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως τα φάρμακα δεν θα τους καλύπτουν για όλη τη διάρκεια της ημέρας, με συνέπεια να έχουν  σημαντικές διακυμάνσεις στην κινητικότητά τους (θα εναλλάσσονται περίοδοι δυσκινησίας/ακινησίας με περιόδους καλής κινητικότητας).

«Όταν οι ασθενείς φθάσουν στο σημείο να χρειάζονται συνδυασμούς φαρμάκων τέσσερις ή περισσότερες φορές την ημέρα, που τους βοηθούν μεν αλλά για λίγο, πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο πιο επεμβατικής θεραπείας για τη νόσο Πάρκινσον», εξηγεί ο κ. Ζήκος.

Οι επεμβατικές θεραπείες συνίστανται είτε σε διέγερση του εγκεφάλου με τοποθέτηση νευροδιεγέρτη DBS στον θώρακα, είτε σε συνεχή παροχή φαρμάκων στο λεπτό έντερο μέσω αντλίας η οποία τοποθετείται εξωτερικά στην κοιλιά.

«Μελέτες έχουν δείξει ότι στους περισσότερους ασθενείς η τοποθέτηση νευροδιεγέρτη ή αντλίας μετά την έναρξη των κινητικών διακυμάνσεων, μειώνει την κινητική αναπηρία και μακροπρόθεσμα βελτιώνει την ποιότητα ζωής πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η συνέχιση σκέτης της φαρμακευτικής αγωγής», εξηγεί ο κ. Ζήκος. «Στην πραγματικότητα, η τοποθέτηση του νευροδιεγέρτη μπορεί να θέσει υπό έλεγχο τα συμπτώματα των ασθενών για τουλάχιστον ακόμα μία δεκαετία. Μελέτες έχουν δείξει ότι η νευροδιέγερση βελτιώνει κατά 60% τις καθημερινές δραστηριότητες και κατά 73% την κινητική κατάσταση. Μειώνει επίσης κατά 67% τις κινητικές διακυμάνσεις και κατά 58% τη συνολική δόση της λεβοντόπα που χρειάζονται οι ασθενείς».

Ωστόσο αυτό προϋποθέτει ότι θα γίνει προσεκτική αξιολόγηση και επιλογή των ασθενών στους οποίους θα γίνουν αυτές οι θεραπείες, διότι δεν είναι όλοι κατάλληλοι υποψήφιοι γι’ αυτές.

Για να γίνει, λ.χ., η τοποθέτησή τους, οι ασθενείς δεν πρέπει να έχουν μπει στο τελικό στάδιο της νόσου. Δεν πρέπει επίσης να πάσχουν από ψυχικό νόσημα ή σοβαρή άνοια. Επιπλέον, δεν τοποθετείται νευροδιεγέρτης σε ασθενείς ηλικίας άνω των 70 ετών ενώ, αντιθέτως, μπορεί να τοποθετηθεί αντλία.

Το αν ένας ασθενής είναι κατάλληλος υποψήφιος για επεμβατική θεραπεία ή όχι, καθορίζεται από τη διεπιστημονική ομάδα που αναλαμβάνει την φροντίδα του.

«Είναι σαφές ότι η σωστή διάγνωση και η κατάλληλη θεραπεία έχουν ζωτική σημασία για την έκβαση των ασθενών», τονίζει ο κ. Ζήκος. «Και αυτό, διότι όσο περισσότερο διατηρήσει ο ασθενής καλή κινητικότητα και καλή ποιότητα ζωής, τόσο περισσότερο θα είναι κοινωνικός, θα γυμνάζεται και θα απολαμβάνει μία μακροχρόνια ζωή».