Γράφουν οι:  Ευθύµιος Κάκουρος,   Κατερίνα Μανιαδάκη

H γλωσσική ανάπτυξη των αυτιστικών παιδιών παρουσιάζει σημαντική καθυστέρηση και πολλές ιδιαιτερότητες. Περίπου το 50% των αυτιστικών παιδιών δεν αναπτύσσει σχεδόν καθόλου λόγο. Έρευνες διαπίστωσαν ότι τα παιδιά που είχαν αναπτύξει, σε κάποιο βαθμό, δεξιότητες προ-λεκτικής επικοινωνίας, όπως αυτές της συνδυαστικής προσοχής, της μίμησης και της χρήσης των χειρονομιών, είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν λόγο.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η περιορισμένη ανάπτυξη του λόγου μπορεί να οφείλεται σε δυσκολίες των αυτιστικών παιδιών να εκτελέσουν ορισμένες από τις κινήσεις που είναι απαραίτητες για την παραγωγή του λόγου.

Το κύριο χαρακτηριστικό της γλωσσικής ανάπτυξης των αυτιστικών παιδιών δεν είναι η περιορισμένη ανάπτυξη του λόγου αλλά η μη λειτουργική του χρήση. Άλλωστε, ο λόγος είναι το κατεξοχήν επικοινωνιακό μέσο του ανθρώπινου είδους και, όπως είδαμε, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του αυτισμού είναι η τάση αποφυγής της επικοινωνίας και της κοινωνικής επαφής.

Πάντως, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου αναπτύσσεται λόγος, αυτός παρουσιάζει πολλές ιδιομορφίες και σπάνια χρησιμοποιείται αυθόρμητα, με σκοπό την επικοινωνία.

Μια από τις ιδιομορφίες αυτές είναι η άμεση ή καθυστερημένη ηχολαλία, η οποία εμφανίζεται περίπου στο 85% των αυτιστικών παιδιών που αναπτύσσουν λόγο και αναφέρεται στην επανάληψη λέξεων ή φράσεων που ειπώθηκαν από άλλους.

Άλλες ιδιομορφίες του λόγου των αυτιστικών παιδιών είναι η αντιστροφή της προσωπικής αντωνυμίας (χρησιμοποιούν την αντωνυμία «εσύ» αντί «εγώ» όταν αναφέρονται στον εαυτό τους και γενικά δεν αλλάζουν τις αντωνυμίες για να ταιριάζουν με την κατάσταση), καθώς και η περίεργη προσωδία στη χρήση της φωνής του (δυνατή ένταση, κακός ρυθμός). Ωστόσο, έχει υποστηριχτεί ότι η ηχολαλία δεν στερείται εντελώς νοήματος αλλά ενδέχεται να εξυπηρετεί διάφορες σκοπιμότητες για τα αυτιστικά παιδιά και να αποτελεί μια προσπάθεια επικοινωνίας, η οποία όμως εκφράζεται με πολύ πρωτόγονο τρόπο. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, ότι τα παραπάνω δεν αποτελούν απόλυτα κριτήρια για να χαρακτηριστεί ένα παιδί αυτιστικό. Συχνά, τα παραπάνω παρουσιάζονται επίσης, σε παιδιά με σοβαρή καθυστέρηση στο λόγο που παράλληλα έχει αντιμετωπιστεί ελλιπώς από το οικογενειακό περιβάλλον και κάποιες φορές σε δυσλειτουργικές συνθήκες, οικογενειακές και κοινωνικές. Προσεκτική διαφορετική διάγνωση με καλή λήψη παλαιού και σύγχρονου ιστορικού είναι απαραίτητη.

Τα αυτιστικά παιδιά σπάνια χρησιμοποιούν το λεξιλόγιο το οποίο έχουν μάθει για να ανταλλάξουν πληροφορίες με άλλους ή να ζητήσουν πληροφορίες.
Ακόμα και αν διαθέτουν πλούσιο λεξιλόγιο, και χρησιμοποιούν σωστά τους γραμματικούς κανόνες, δεν αξιοποιούν αυτές τις γνώσεις στην καθημερινή ζωή για να ξεκινήσουν μια συζήτηση ή να αναπτύξουν ένα θέμα. Έχει υποστηριχθεί ότι το κοινό στοιχείο όλων των ελλειμμάτων στην επικοινωνία που παρουσιάζουν τα αυτιστικά παιδιά είναι μια γενική αδυναμία να κατανοήσουν ότι ό λόγος είναι ένα μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να πληροφορήσει και να επηρεάσει τους ανθρώπους.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, το 76 – 89% των αυτιστικών παιδιών παρουσιάζει νοητική υστέρηση, έχει δηλαδή Δείκτη Νοημοσύνης κατώτερο του 70. Φαίνεται μάλιστα ότι ο Δείκτης Νοημοσύνης των παιδιών αυτών σταθεροποιείται γύρω στην ηλικία των 5 ετών και αποτελεί ισχυρό προγνωστικό παράγοντα για τις μετέπειτα ακαδημαϊκές και επαγγελματικές τους επιδόσεις.

Συνήθως, μόνο τα αυτιστικά άτομα με φυσιολογική νοημοσύνη επιτυγχάνουν αυτονομία στην ενήλικη ζωή. Άλλωστε, τα ελλείμματα στην κοινωνική και τη γλωσσική ανάπτυξη φαίνεται να είναι σοβαρότερα στις περιπτώσεις των αυτιστικών παιδιών με χαμηλή νοημοσύνη.

Σε αντίθεση με τα παιδιά με νοητική υστέρηση, τα οποία παρουσιάζουν ελλείμματα σε όλους τους τομείς της νοητικής τους ανάπτυξης, οι επιδόσεις των αυτιστικών παιδιών στις νοομετρικές δοκιμασίες διαφοροποιούνται ανάλογα με τα υποτεστ.

Στην κλίμακα WISC, τα αυτιστικά παιδιά παρουσιάζουν συνήθως υψηλότερες επιδόσεις στην πρακτική κλίμακα, και ιδιαίτερα στο υποτέστ των Κύβων, και χαμηλότερες επιδόσεις στη λεκτική κλίμακα, και ιδιαίτερα στο υποτέστ της Κατανόησης.

Το ενδιαφέρον τον ειδικών έχουν προσελκύσει κατά καιρούς διάφορα εξαιρετικά ταλέντα, που παρουσιάζουν ορισμένα αυτιστικά παιδιά, σε τομείς όπως τα μαθηματικά, η μουσική ή η ζωγραφική. Τα παιδιά αυτά επιδεικνύουν λοιπόν, ενιότε, ικανότητες οι οποίες απέχουν κατά πολύ από αντίστοιχες ικανότητες «φυσιολογικών» παιδιών ίδια ηλικίας. Μια ερμηνεία που έχει δοθεί για την ανάπτυξη αυτών των ικανοτήτων είναι ότι τα αυτιστικά παιδιά έχουν την τάση να προσλαμβάνουν τμηματικά τις πληροφορίες και να μην τις αντιλαμβάνονται ως όλο, γεγονός που διευκολύνει τις επιδόσεις τους σε ορισμένους από τους τομείς που προαναφέραμε.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, όσο εντυπωσιακές κι αν είναι αυτές οι ικανότητες, δεν βοηθούν τα παιδιά αυτά στην καθημερινή τους ζωή ούτε βελτιώνουν ιδιαίτερα την προσαρμογή τους στο περιβάλλον και την επικοινωνία τους με τους άλλους.

Οι γνωστικές λειτουργίες των αυτιστικών παιδιών έχουν μελετηθεί από πολλούς ερευνητές σε μια προσπάθεια να διερευνηθεί κατά πόσον υπάρχουν γνωστικά ελλείμματα που θα μπορούσαν να εξηγήσουν ορισμένα από τα ελλείμματα στην κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη τους. Η πιο διαδεδομένη άποψη είναι αυτή που υποστηρίζει ότι τα αυτιστικά παιδιά έχουν σοβαρό έλλειμμα στις δεξιότητες που περιγράφονται στη «θεωρία του νου» .

Η «θεωρία του νου» υποστηρίζει πως τα αυτιστικά παιδιά δεν είναι ικανά να αντιληφθούν ότι οι άλλοι άνθρωποι έχουν επιθυμίες, ιδέες και προθέσεις οι οποίες είναι διαφορετικές από τις δικές τους. Τα αυτιστικά παιδιά έχουν εξαιρετική δυσκολία να μπουν στη θέση του άλλου και να κατανοήσουν πώς σκέφτεται και πώς νοιώθει, δηλαδή να κατανοήσουν στοιχεία της πνευματικής του ζωής που δεν φαίνονται αλλά για τα οποία υπάρχουν μόνο ενδείξεις.

Αυτή η ικανότητα κατανόησης της νοητικής κατάστασης του άλλου εμφανίζεται συνήθως στα παιδιά στην ηλικία των 3-4 ετών και είναι ουσιαστικής σημασίας για την αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων.
Άλλωστε, στην καθημερινή μας ζωή, όλοι προσπαθούμε να «διαβάσουμε» τις σκέψεις και τις προθέσεις των άλλων, δηλαδή να κατανοήσουμε πώς νοιώθουν, τί σκέφτονται, τί σκοπεύουν να κάνουν, για ποιο λόγο συμπεριφέρονται με τον τρόπο που συμπεριφέρονται. Όλα αυτά όμως φαίνεται να είναι απρόβλεπτα και ακατανόητα για ένα άτομο με αυτισμό, με αποτέλεσμα, ακόμα και οι πιο απλές κοινωνικές καταστάσεις να τού φαίνονται μυστηριώδεις και τρομακτικές.

Έτσι, μια συναφής δυσκολία των αυτιστικών παιδιών είναι να κατανοήσουν τί ξέρει ο άλλος, έτσι ώστε να προσαρμόσουν τη δική τους συμπεριφορά ανάλογα.

Ως εκ τουτου, η δική τους συμπεριφορά κρίνεται συχνά ανάρμοστη, «εκτός τόπου και χρόνου», αποτέλεσμα του «κλεισίματος» του αυτιστικού παιδιού στις δικές του ανάγκες , σκέψεις, επιθυμίες, συναίσθημα, που αδυνατεί να περάσει στον «συνομιλητη» του και να λάβει τα αντίστοιχα από αυτόν.

Επιλογές από το βιβλίο «ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ»
(Συγγραφείς: Ευθύµιος Κάκουρος – Κατερίνα Μανιαδάκη).