Γράφει o:  Μιχάλης Κυριακίδης

Οι ιοί είναι μικροσκοπικοί οργανισμοί που προκαλούν λοιμώξεις στον άνθρωπο. Η ιογενής λοίμωξη ή, όπως απλούστερα αποκαλείται, η ίωση, προκαλεί συμπτώματα ανάλογα με την εντόπιση του μέρους (σύστημα) του σώματος που κυρίως προσβάλλει. Έτσι έχουμε τις ιώσεις του ανώτερου (ρινοφάρυγγας) ή του κατώτερου (βρόγχοι και πνεύμονας) αναπνευστικού συστήματος, τις ιώσεις του πεπτικού συστήματος
(γαστρεντερίτιδα, ηπατίτιδα), τις ιώσεις του νευρικού συστήματος (μηνιγγίτιδα, εγκεφαλίτιδα), κ.ά.

Τα συνήθη γενικά συμπτώματα που προκαλούνται από τις ιώσεις είναι η αδιαθεσία, ο πυρετός, η καταβολή των δυνάμεων, ο πονοκέφαλος, μαζί με τα ειδικά συμπτώματα που εκδηλώνονται από το σύστημα που προσβάλλει ο ιός, όπως η δυσκαταποσία κι ο πόνος στο λαιμό (σε ιώσεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος), η έντονη δύσπνοια (σε λοιμώξεις των πνευμόνων), οι εμετοί κι οι διάρροιες (σε γαστρεντερίτιδες).

Οι ιώσεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος είναι οι πιο συνηθισμένες. Είναι πιο συχνές σε συγκεκριμένες εποχές του έτους, όπως το φθινόπωρο και το χειμώνα. Παρουσιάζουν, δηλαδή, εποχικότητα. Η αντιμετώπισή τους είναι απλή. Χρειάζεται ξεκούραση και ηρεμία στο σπίτι, σωστή και καλή διατροφή (εύπεπτες τροφές κι υγρά, σε μικρές ποσότητες και συχνή χορήγηση) και λήψη αντιπυρετικών φαρμάκων όταν ο πυρετός είναι υψηλός (>38°C). Τα αντιβιοτικά δεν ωφελούν, αντίθετα αντενδείκνυνται στις απλές ιογενείς λοιμώξεις που διαρκούν 3 – 4 24ωρα και δεν προκαλούν επιπλοκές. Όταν όμως ο πυρετός επιμένει και μετά την 5η ημέρα σε υψηλά επίπεδα (>38°C) κι η γενικότερη κατάσταση του αρρώστου δε βελτιώνεται, τότε θα πρέπει να επανεκτιμηθεί ο άρρωστος για την περίπτωση πιθανών επιπλοκών από την ίωση.

Μία από τις πλέον σοβαρές (αλλά ευτυχώς όχι συχνή) επιπλοκή μιας ίωσης, που συνήθως ξεκινά ως λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος είναι η επέκτασή της στην καρδιά, με συνέπεια τη φλεγμονή του μυός της καρδιάς (μυοκαρδίτιδα) ή/και του περικαρδίου – του χιτώνα που περιβάλλει την καρδιά (περικαρδίτιδα).

Οι ιοί που ενοχοποιούνται συνήθως για τη δημιουργία μυοκαρδίτιδας ή/και περικαρδίτιδας είναι οι ιοί της οικογένειας των εντεροϊών και πιο συχνά οι ιοί coxsackie, οι echovirus και οι αδενοϊοί.
Η προσβολή της καρδιάς από τους παραπάνω ιούς είναι ιδιαίτερα σοβαρή επιπλοκή με εξέλιξη, στην πιο καλή περίπτωση, την ίαση του αρρώστου και, στη χειρότερη, τη βαριά καρδιακή ανεπάρκεια ή ακόμη και το θάνατο.

Στην οξεία μυοκαρδίτιδα ο άρρωστος παρουσιάζει μεγάλη αδυναμία, ταχυκαρδία και δύσπνοια. Συχνά εμφανίζει έντονο προκάρδιο (οπισθοστερνικό) πόνο από τη φλεγμονή και του περικαρδίου, που γίνεται πιο έντονος με τη βαθιά εισπνοή. Η διάγνωση της οξείας μυοκαρδίτιδας και της περικαρδίτιδας είναι σχετικά εύκολη και θα γίνει από το γιατρό με βάση την κλινική εξέταση, το ηλεκτροκαρδιογράφημα και το υπερηχογράφημα του αρρώστου.

Από τις αναλύσεις του αίματος, εκτός από τη διαπίστωση της κάποιου βαθμού νέκρωσης του μυοκαρδίου, εξετάζοντας τα καρδιακά ένζυμα που απελευθερώνονται στο περιφερικό αίμα του αρρώστου (κρεατινοφωσφορική κινάση και τα ισοένζυμά της – CK, CK-MB και την τροπονίνη), αναζητείται και το είδος του ιού που προκάλεσε τη φλεγμονή της καρδιάς. Η πιστοποίηση του ιού έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί προδικάζει σε κάποιο βαθμό την πρόγνωση του αρρώστου.

Η παθοφυσιολογία της οξείας μυοκαρδίτιδας προϋποθέτει την ιογενή προσβολή του μυοκαρδίου και την επακόλουθη ανοσολογική απάντηση με την κινητοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος και την παραγωγή αντισωμάτων κατά του ιού. Τα αντισώματα αυτά έχουν όμως διασταυρούμενη αντίδραση και με αντιγόνα των μυοκαρδιακών κυττάρων και προκαλούν με τον τρόπο αυτόν την τελική μυοκαρδιακή βλάβη, η οποία οδηγεί είτε σε πλήρη ίαση, είτε σε ανάπτυξη διατατικής μυοκαρδιοπάθειας. Στην εξέλιξη της μυοκαρδιακής φλεγμονής σημαντικό ρόλο κατέχει κι η γενετική προδιάθεση των αρρώστων.
Στο θεραπευτικό τομέα επιχειρείται αρχικά η ανακούφιση του αρρώστου από τα συμπτώματά του κι υποστηρίζεται η καρδιακή του λειτουργία. Έτσι, χορηγούνται, εκτός των αναλγητικών, και φάρμακα για την αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας και των καρδιακών αρρυθμιών. Στην περικαρδίτιδα, εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη μεγάλης ποσότητας περικαρδιακού υγρού που παρεμποδίζει τη λειτουργία της καρδιάς, γίνεται αφαίρεση της περικαρδιακής συλλογής με παρακέντηση της περικαρδιακής κοιλότητας.

Δεν υπάρχει ειδική φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπιση των ιογενών φλεγμονών της καρδιάς. Στις βαριές περιπτώσεις όταν η ανάπαυση κι η γενική συμπτωματική φαρμακευτική αγωγή δεν αποδώσουν, τότε χορηγούνται ανοσοκατασταλτικά κι αντιϊικά φάρμακα με την ελπίδα κάποιας βελτίωσης.
Η πρόγνωση των αρρώστων, η οποία εξαρτάται, πέραν από το είδος του ιού, και από άλλους γενετικούς παράγοντες, δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη.

Οι περισσότεροι άρρωστοι έχουν καλή πρόγνωση και αναρρώνουν προοδευτικά εντός μερικών εβδομάδων ή μηνών, χωρίς σοβαρή υπολειμματική βλάβη στη λειτουργία της καρδιάς. Άλλοι, όμως, συνεχίζουν να επιδεινώνουν την καρδιακή τους λειτουργία με κατάληξη τη διατατικού τύπου μυοκαρδιοπάθεια, πάθηση που, όπως έχουν δείξει πολλές μελέτες μετά από μυοκαρδιακές βιοψίες, είναι αποτέλεσμα, σε μεγάλο ποσοστό, ιογενών λοιμώξεων.

Για την αντιμετώπιση της βαριάς καρδιακής ανεπάρκειας θα χρειασθούν, πέρα από τα φάρμακα, κι άλλα μέσα, όπως ειδικοί βηματοδότες και, τελικά, μεταμόσχευση καρδιάς.