Γράφει o:  Γεώργιος Γκουμάς

Πηγή: Το άρθρο εχει δημοσιευτει στο περιοδικο του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογιας

«Στους ρυθμούς της καρδιάς»

Στην εποχή μας το κάπνισμα είναι ένα φαινόμενο το οποίο έχει λάβει διαστάσεις παγκόσμιας πανδημίας. Αν λάβουμε υπόψη τις ολέθριες συνέπειες του καπνού στο καρδιαγγειακό, το αναπνευστικό και τα άλλα συστήματα του ανθρωπίνου οργανισμού, αλλά και την εξάρτηση την οποία προκαλεί λόγω της νικοτίνης, το κάπνισμα είναι ίσως ο βλαπτικότερος ψυχοδραστικός παράγοντας για την ανθρώπινη υγεία.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το ένα τρίτο του συνολικού ενήλικου πληθυσμού στον κόσμο, δηλαδή περίπου 1,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι, είναι καπνιστές. Σε παγκόσμιο επίπεδο ο καπνός προκαλεί 3,5 εκατομμύρια θανάτους ετησίως, αριθμός που μεταφράζεται σε 10.000 θανάτους την ημέρα από ασθένειες που σχετίζονται με το κάπνισμα. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2020, αν ο ρυθμός εξάπλωσης του καπνίσματος διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα, οι θάνατοι θα έχουν αυξηθεί σε περίπου 10 εκατομμύρια ετησίως.

Στην Ευρώπη καπνίζουν περίπου 215 εκατομμύρια άνθρωποι, από τους οποίους οι 130 εκατομμύρια είναι άνδρες. Το ποσοστό καπνιστών στους άνδρες είναι κατά μέσο όρο 34% στη Δυτική Ευρώπη και 47% στην Ανατολική, ενώ στις γυναίκες, 25% στη Δυτική Ευρώπη και 20% στην Ανατολική. Η Ελλάδα παρουσιάζει την υψηλότερη αναλογία καπνιστών μεταξύ των χωρών της Δυτικής Ευρώπης με ποσοστό 37,6%. Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι παρά την παρατηρούμενη μείωση των καπνιστών, ο μέσος ετήσιος αριθμός τσιγάρων κατά άτομο παρουσιάζει αύξηση. Από το 1991 ως το 2001 καταγράφηκε αύξηση 29,7% και έφτασε τα 3.089 τσιγάρα ενώ το 2004 ο αριθμός των τσιγάρων πλησίαζε τα 3.200. Η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο αριθμό κατανάλωσης τσιγάρων κατά άτομο ανάμεσα στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Μετά το 2000, ο μέσος ετήσιος κατά κεφαλή αριθμός τσιγάρων στην Ελλάδα είναι διπλάσιος σε σύγκριση με χώρες όπως είναι η Γερμανία, Γαλλία και Μ. Βρετανία και πενταπλάσιος από ότι στη Νορβηγία.

Η συχνότητα του καπνίσματος στην Ελλάδα παρουσιάζει τα υψηλότερα ποσοστά στις ηλικίες 25-44 ετών. Συνολικά στην Ευρώπη, το κάπνισμα μπορεί και να αφορά μέχρι και το 30% των εφήβων. Το ποσοστό είναι κατά κανόνα υψηλότερο στα αγόρια, αλλά σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης έχει εξισωθεί μεταξύ των δύο φύλων. Το ποσοστό καπνιστών στην Ελλάδα ήταν στους άνδρες 50% και στις γυναίκες 47%. Η Ελλάδα φαίνεται να παρουσιάζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά παιδικού καπνίσματος: Το ποσοστό των παιδιών που καπνίζουν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα στην ηλικία των 13 ετών, είναι 4,9% στα αγόρια και 3% στα κορίτσια, ενώ στην ηλικία των 15 ετών, είναι 13,5% και 14,1% αντίστοιχα. Η έναρξη του καπνίσματος συνήθως γίνεται κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Λίγοι άνθρωποι αρχίζουν το κάπνισμα σε ηλικία άνω των 20 ετών (λιγότερο από 10%). Η μέση ηλικία πρώτης δοκιμής τσιγάρου στα παιδιά που ήδη καπνίζουν στα 15 τους, κυμαίνεται στις διάφορες χώρες μεταξύ 11 και 13 ετών. Η Ελλάδα παρουσιάζει την υψηλότερη μέση ηλικία έναρξης στους καπνιστές ηλικίας 15 ετών, η οποία στα μεν αγόρια είναι 13,7 έτη ενώ στα κορίτσια 13 έτη. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην ηλικία των 15 ετών, υπάρχουν χώρες στις οποίες το ποσοστό καπνίσματος είναι διπλάσιο έως τριπλάσιο συγκριτικά με αυτό της Ελλάδος.

Το 2000, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας το ποσοστό καπνιστών στους άνδρες ήταν 46,8%, ενώ μεταξύ των γυναικών ήταν 29%. Από τη γνωστή μελέτη της Αττικής που πραγματοποίησαν το 2002 οι Πίτσαβος και συνεργάτες (6) σε άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών, το ποσοστό καπνιστών βρέθηκε στους άνδρες 51% και στις γυναίκες 39%. Δυστυχώς, σε σχέση με τις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα φαίνεται να έχει το υψηλότερο ποσοστό καπνιστών, όχι μόνο στους άνδρες αλλά και στις γυναίκες. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι στις γυναίκες η έναρξη του καπνίσματος άρχισε αργότερα και είναι ακόμη σε εξέλιξη, το ποσοστό των καπνιστριών παρουσιάζει μεταβλητότητα στις διάφορες ηλικίες ενώ το χειρότερο είναι ότι εξακολουθεί να παρουσιάζει αυξητικές τάσεις.

Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι το κάπνισμα συνδέεται άμεσα με το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο και το είδος της εργασίας κάθε ατόμου. Στις ευρωπαϊκές χώρες, οι κοινωνικές ομάδες με το υψηλότερο ποσοστό καπνιστών είναι οι άνεργοι (54%) και τα άτομα που κάνουν χειρονακτική εργασία (51%). Στη Μεγάλη Βρετανία, μόνο το 10% των γυναικών και το 12% των ανδρών των ανώτερων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων καπνίζουν, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα είναι πάνω από τριπλάσιο.

Στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο, περίπου 1,2 εκατομμύρια θάνατοι οφείλονται στο κάπνισμα και αντιπροσωπεύουν περίπου το 14% του συνόλου των θανάτων. Μόνο εξαιτίας του παθητικού καπνίσματος, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκαλούνται κάθε χρόνο 79.000 θάνατοι. Υπολογίζοντας το μέγεθος του προβλήματος με βάση τα χαμένα έτη ζωής λόγω πρώιμου θανάτου ή αναπηρίας, το κάπνισμα, στην Ευρώπη, ευθύνεται για το 12,3% χαμένων ετών ζωής. Στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, είναι η πρώτη αιτία χαμένων ετών ζωής λόγω θανάτου ή αναπηρίας. Έχει υπολογισθεί, ότι το προσδόκιμο ζωής των καπνιστών μειώνεται κατά 5 ως 8 χρόνια και ότι χάνονται κατά μέσο όρο 5,5 λεπτά ζωής για κάθε τσιγάρο που καπνίζεται, δηλαδή περίπου όσο και ο χρόνος καπνίσματος του τσιγάρου. Στην Ελλάδα, η οφειλόμενη στο κάπνισμα θνησιμότητα φτάνει το 19,3%, ενώ το ποσοστό των χαμένων ετών ζωής το 12,9%.

Ο κίνδυνος από το κάπνισμα αυξάνει όσο μικραίνει η ηλικία έναρξης του καπνίσματος, όσο αυξάνει η συνολική διάρκεια του καπνίσματος και όσο αυξάνει ο μέσος αριθμός τσιγάρων που καταναλώνονται. Για παράδειγμα, σε ένα άτομο ηλικίας 25 ετών, η κατανάλωση ενός πακέτου τσιγάρων την ημέρα θα μειώσει το προσδόκιμο επιβίωσης κατά 4,6 έτη, ενώ σε ένα καπνιστή 2 πακέτων την ημέρα η μείωση θα είναι σχεδόν διπλάσια. Ένας έφηβος που θα αρχίσει το κάπνισμα στα 15 έτη θα χάσει 8 έτη ζωής, ενώ η έναρξη σε ηλικία άνω των 25 ετών, επιφέρει μια μείωση της ζωής κατά 4 έτη.

Στις δυτικές χώρες, όπου το κάπνισμα εμφανίζεται με μια συχνότητα της τάξης του 30 – 50%, υπολογίζεται ότι παραπάνω από τα μισά σπίτια, στα οποία υπάρχει τουλάχιστον ένας καπνιστής, συμβάλλουν σημαντικά στην έκθεση των παιδιών και άλλων μη καπνιστών στα παράγωγα του καπνού. Σύμφωνα με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις περισσότεροι από 79.000 ενήλικες πεθαίνουν κάθε χρόνο λόγω του παθητικού καπνίσματος στις 25 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το παθητικό κάπνισμα στο χώρο εργασίας προκάλεσε περισσότερους από 7.000 θανάτους στην ΕΕ το 2002, ενώ η οικιακή έκθεση είχε ως συνέπεια 72.000 θανάτους επιπλέον.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, το κόστος της φροντίδας υγείας για τα νοσήματα που σχετίζονται με το κάπνισμα ποικίλλει στις διάφορες χώρες μεταξύ 0,1 και 1,1% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Από τα λίγα στοιχεία που διαθέτουμε για την Ελλάδα, αυτή φαίνεται να καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς την κατά κεφαλή παραγωγή τσιγάρων. Το 9% των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα προέρχονται από τη φορολογία καπνού (φόρος και ΦΠΑ) και το ποσό αυτό το 2009 έφτασε τα 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ μόνο το νοσοκομειακό ετήσιο κόστος από το κάπνισμα υπολογίστηκε από τον καθηγητή Ι. Τούντα σε 516 εκατομμύρια ευρώ σε τιμές του 1995. Άγνωστο παραμένει το τωρινό συνολικό κόστος αφού αυτό δεν περιορίζεται μόνο στις νοσοκομειακές δαπάνες αλλά και στην εξωνοσοκομειακή νοσηρότητα, τις φαρμακευτικές δαπάνες, την απώλεια ωρών εργασίας και τις δαπάνες των θεραπειών απεξάρτησης.