Γράφει η:  Μαριάννα Χρονάκη

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου εμφανίζεται κατά κύριο λόγο στις δυτικές κοινωνίες και αποτελεί την τρίτη συχνότερη μορφή καρκίνου σε όλο τον κόσμο, με 1.000.000 νέα περιστατικά κάθε χρόνο. Η επίπτωση στα δύο φύλα είναι παρόμοια, με πιθανότητα εμφάνισης της νόσου 5-6% κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου. Στην Ελλάδα, ο αριθμός των ατόμων που διαγιγνώσκονται με καρκίνο του παχέος εντέρου ανέρχεται στις 3.000 ετησίως, ενώ ταυτόχρονα η χώρα μας διατηρεί το χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας από την νόσο ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι ένας κακοήθης όγκος που αναπτύσσεται στην εσωτερική επιφάνεια του παχέος εντέρου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ανάπτυξη του οφείλεται σε πολύποδες, κυρίως αδενωματώδεις, οι οποίοι είναι καλοήθεις όγκοι που μπορούν να εξελιχθούν σε καρκίνο αν δεν εντοπιστούν και αφαιρεθούν έγκαιρα.

Στην παθογένεια του καρκίνου του παχέος εντέρου εμπλέκονται τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Το οικογενειακό ιστορικό κατέχει σημαντικό ρόλο στην προδιάθεση της νόσου. Συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό, o κίνδυνος διπλασιάζεται όταν κάποιος συγγενής 1ου βαθμού έχει προσβληθεί από τη νόσο και μάλιστα σε μικρή ηλικία και ακόμα περισσότερο αν έχουν νοσήσει πάνω από 2 συγγενείς 1ου βαθμού. Η οικογενής αδενωματώδης πολυποδίαση, το σύνδρομο Peutz – Jeghers (αμαρτωματώδεις πολύποδες), το σύνδρομο κληρονομικού καρκίνου Lynch I (προδιάθεση για καρκίνο παχέος εντέρου) και Lynch II (προδιάθεση για καρκίνο των ωοθηκών, του μαστού και του παχέος εντέρου) αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισής του, όπως επίσης και τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου, Ελκώδης και Crohn κολίτιδα.

Όσον αφορά στους περιβαλλοντικούς παράγοντες η καθιστική ζωή, το κάπνισμα, το αλκοόλ και κυρίως η κακή διατροφή, ιδιαίτερα με την κατανάλωση κεκορεσμένων λιπαρών τροφών όπως το κόκκινο κρέας, συσχετίζονται με την εμφάνιση του καρκίνου του παχέος εντέρου.

Αντίθετα, μία ισορροπημένη διατροφή που περιλαμβάνει πλούσια κατανάλωση σε φυτικές ίνες, ελαιόλαδο, ασβέστιο, βιταμίνη D και κεκορεσμένα λιπαρά Ω3 μπορεί να παρέχει προστασία στην ανάπτυξη της νόσου. Ανασταλτικό παράγοντα στην εκδήλωση της, μπορεί να αποτελέσει και η χρήση ορισμένων φάρμακων, όπως η ασπιρίνη, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (ιβουμπροφαίνη, ναπροξένη, σελεκοξίμπη), οι στατίνες (φάρμακα για την χοληστερίνη), καθώς και τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη που λαμβάνονται από τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Σύμφωνα με τελευταίες μελέτες και τα προβιοτικά τείνουν να έχουν ευεργετική επίδραση στην ανθρώπινη υγεία βελτιώνοντας την εντερική χλωρίδα, ενισχύοντας το ανοσολογικό συστήματα και αδρανοποιώντας κάποιες καρκινογόνες ουσίες.
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι μία νόσος που μπορεί να προληφθεί με την εφαρμογή μέτρων και προγραμμάτων προληπτικού ελέγχου του πληθυσμού τα οποία, λόγω των οικονομικών συγκυριών, υστερούν στην χώρα μας. Η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια πρόληψη, όπως και ο προληπτικός έλεγχος για την έγκαιρη διάγνωση, μπορούν να βελτιώσουν την αποτελεσματικότερη έκβαση της νόσου. Τα κυριότερα συμπτώματα που πρέπει να οδηγήσουν σε περαιτέρω ιατρικό έλεγχο, χωρίς να σχετίζονται απαραίτητα με τον καρκίνο του παχέος εντέρου είναι: η απώλεια αίματος με τα κόπρανα, οι αλλαγές στις συνήθειες του εντέρου (διάρροια, δυσκοιλιότητα, πολύ λεπτά κόπρανα) χωρίς να έχουν προηγηθεί διαιτητικές μεταβολές, το αίσθημα ατελούς αφόδευσης, η αναιμία, η εύκολη κόπωση, τα διάχυτα κοιλιακά άλγη και η απώλεια βάρους και όρεξης.

Εξαιρετικά σημαντική επίδραση στην πρωτοβάθμια πρόληψη έχει η αλλαγή των παραγόντων κινδύνου που σχετίζονται με την διατροφή και τον τρόπο ζωής. Είναι χαρακτηριστικό ότι για άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος πάνω από 25, ο κίνδυνος εμφάνισης του καρκίνου του παχέος εντέρου είναι 1,5 φορά μεγαλύτερος ενώ η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο στο μισό.
Σύμφωνα με τις Αμερικάνικες και Ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες, αλλά και τις οδηγίες της Ελληνικής Γαστρεντερολογικής Εταιρείας, σε προληπτικό έλεγχο πρέπει να υποβάλλεται όλος ο πληθυσμός μετά την ηλικία των 50 ετών, με ετήσια εξέταση για ανίχνευση λανθάνουσας απώλειας αίματος στα κόπρανα και ορθοσειγμαειδοσκόπηση / κολονοσκόπηση κάθε πέντε χρόνια. Σε περίπτωση οικογενειακού ιστορικού με καρκίνο παχέος εντέρου, οι οδηγίες συνιστούν ανάλογο προληπτικό έλεγχο και σε άτομα κάτω των 40 ετών, ενώ συγκεκριμένο πρωτόκολλο παρακολούθησης πρέπει να ακολουθούν ειδικές κατηγορίες ασθενών με γενετικά σύνδρομα, φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου και αδενωματώδεις πολύποδες.
Η πρόληψη της νόσου επιτυγχάνεται με την δυνατότητα ανίχνευσής της σε πρώιμα στάδια, ακόμα και με την απουσία συμπτωμάτων. Η ετήσια επανάληψη της διαδικασίας ανίχνευσης αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα, αποδεικνύεται από μελέτες ότι μπορεί να επιτύχει μείωση θνητότητας 15-35%. Είναι μία απλή διαδικασία με την χρήση ειδικών ταινιών σε 3 διαδοχικά δείγματα, που μπορεί να γίνει από τον χρήστη στο σπίτι του με μικρό κόστος, χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσει προηγουμένως κάποιο συγκεκριμένο διαιτολόγιο.

Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος, ο έλεγχος πρέπει να συνδυάζεται με ορθοσιγμοειδοσκόπηση ή ολική κολονοσκόπηση, η οποία αποτελεί την μοναδική εξέταση που μπορεί να εντοπίσει οποιαδήποτε βλάβη, παρέχοντας την δυνατότητα λήψης βιοψιών από το εσωτερικό του εντέρου, και να θεραπεύσει (με την αφαίρεση πολυπόδων) όπου αυτό είναι δυνατό.
Η θεραπεία του καρκίνου του παχέος εντέρου είναι κατ’εξοχήν χειρουργική με επικουρική την χημειοθεραπεία και την ακτινοβολία (για κακοήθειες του ορθού).
Πολύ ελπιδοφόρο είναι το μέλλον στον έλεγχο των κοπράνων για γενετικές ανωμαλίες (DNA) μαζί με τις πολλά υποσχόμενες νέες ενδοσκοπικές τεχνικές, (μεγενθυτική χρωμοενδοσκόπηση, NBI κολονοσκόπηση) με την δυνατότητα πρωιμότερης ανίχνευσης του καρκίνου του παχέος εντέρου και διαφοροδιάγνωσης από έναν καλοήθη πολύποδα, με μεγαλύτερο όμως κόστος για τον ασθενή.