Eπιμέλεια:  Ευγένιος Γκράουρ

Εκατοντάδες κλινικές μελέτες υψηλού κύρους έχουν αποδείξει κατά καιρούς τα σημαντικά οφέλη που προκύπτουν από τη χορήγηση των κατάλληλων προβιοτικών σκευασμάτων. Από τα πιο καλά διερευνημένα οφέλη των προβιοτικών είναι αυτό της μείωσης της συχνότητας εμφάνισης διάρροιας από αντιβιοτικά, όταν συγχορηγούνται με αυτά.

Μια σημαντική μετα-ανάλυση (Gastroenterology. 2017 Jun;152(8):1889-1900) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παράλληλη λήψη κατάλληλων προβιοτικών με την αντιβίωση, μειώνει το ρίσκο για λοίμωξη από Clostridium difficile (για την οποία ενοχοποιούνται διάφορα αντιβιοτικά) σε ποσοστό άνω του 50% σε νοσοκομειακούς ασθενείς.

«Η ευεργετική δράση των προβιοτικών εκτείνεται από τη βελτίωση των συμπτωμάτων του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου έως και την ψυχική υγεία, με ανάλογες μελέτες να βλέπουν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας», μας λέει ο Κωνσταντίνος Ξένος, κλινικός διαιτολόγος M.Sc. Ph.D.cand., διευθυντής του Τμήματος Διατροφογενετικής και Έρευνας Θρέψης στην Ευρωκλινική Αθηνών.

Όμως πριν από λίγες μέρες δημοσιεύθηκαν δύο, ακόμη, μελέτες στο περιοδικό «Cell», από την ίδια ερευνητική ομάδα, οι οποίες κατέληξαν σε κάποια συμπεράσματα, που, δυστυχώς, παραφράστηκαν έντονα από μερίδα του τύπου…

Το αποτέλεσμα ήταν βαρύγδουποι τίτλοι άρθρων σε διάφορες ιστοσελίδες, του τύπου «Τα προβιοτικά δεν δουλεύουν» ή «Τα προβιοτικά δεν είναι ασφαλή», που δημιούργησαν ανάλογη αίσθηση στους αναγνώστες».

Ο κύριος Ξένος εξηγεί και αναλύει ψύχραιμα τα νέα επιστημονικά ευρήματα από αυτές τις μελέτες.

Οι ερευνητές από το Ινστιτούτο Weizmann του Ισραήλ θεώρησαν ότι το εύρημά τους πως, τα προβιοτικά δεν αποικίζουν στο έντερο όλων των ατόμων, είναι αξιοσημείωτο. Είναι, όμως, γνωστό εδώ και 30 χρόνια, ότι τα περισσότερα προβιοτικά στελέχη δεν αποικίζουν στο έντερο, για αυτό και απαιτείται συνεχόμενη λήψη προβιοτικών, ανάλογα με τον λόγο για τον οποίο χορηγούνται.

Μια κοινή παρανόηση είναι ότι, για να είναι αποτελεσματικό ένα προβιοτικό, πρέπει να επηρεάζει την εντερική χλωρίδα. Τα προβιοτικά συνήθως δεν καταλαμβάνουν αποικία στο έντερο και μπορεί να μην προκαλέσουν κάποια ανιχνεύσιμη αλλαγή στα βακτήρια, που υπάρχουν κανονικά.

Αυτό που πρέπει να γίνει συνείδηση είναι ότι τα προβιοτικά (και οι ουσίες που παράγουν), καθώς περνούν μέσω του εντέρου, αλληλοεπιδρούν με τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, τα κύτταρα του εντέρου μας, τα θρεπτικά συστατικά, όπως και τα βακτήρια, που ζουν στο έντερό μας κι έτσι ασκούν τις θετικές επιδράσεις τους.

Διαβάζοντας αναλυτικά τις μελέτες στο Cell, διαπιστώνουμε επίσης πως, οι ίδιοι οι ερευνητές παραδέχονται πως δεν εξέτασαν, αν τα προβιοτικά έχουν κλινικά οφέλη, αλλά αν είναι «αποδοτικά» στο να αποικούν στο έντερο ή όχι…

«Σε αυτό το σημείο ίσως θα ήταν χρήσιμο να ξαναθυμηθούμε και τον ορισμό των προβιοτικών από FAO/WHO: «Τα προβιοτικά είναι ζωντανοί μικροοργανισμοί, που όταν χορηγούνται σε επαρκείς ποσότητες, προσφέρουν οφέλη υγείας στον ξενιστή».

Ο ίδιος ο ορισμός δεν αναφέρει πουθενά προϋποθέσεις αποίκησης, παρά μόνο αποδεδειγμένα οφέλη υγείας, κάτι για το οποίο οι δυο αυτές μελέτες, όπως επεσήμανα, δεν διερεύνησαν», υπογραμμίζει ο κ. Ξένος.

Οι λεπτομέρειες της μελέτης

Στη μια από τις δύο μελέτες, που δημοσιεύτηκαν στο Cell, το προβιοτικό σκεύασμα, που χρησιμοποιήθηκε, χορηγήθηκε 7 ημέρες μετά την έναρξη της αντιβίωσης και ενώ η αρνητική επιρροή των αντιβιοτικών στη μικροχλωρίδα είχε, ήδη, ξεκινήσει.

Ωστόσο οι κλινικές μελέτες, που οι ειδικοί έχουν εδώ και πολλά χρόνια στα χέρια τους, υποδεικνύουν πως η χορήγηση προβιοτικών πρέπει να ξεκινά παράλληλα ή κοντά στην αντιβίωση, όταν θέλουμε να μειώσουμε τις ανεπιθύμητες ενέργειές της στο έντερο.

«Κι όμως, κάποιοι έτρεξαν να βγάλουν το συμπέρασμα πως, σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης – που σημειώνεται ότι εξέτασε σε 8 μόλις άτομα τη δράση του προβιοτικού σκευάσματος – τα προβιοτικά (γενικώς και αδιακρίτως και όχι απλά το συγκεκριμένο προβιοτικό, που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη) έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες, όταν δίνονται με αντιβίωση», τονίζει ο διευθυντής του Τμήματος Διατροφογενετικής και Έρευνας Θρέψης στην Ευρωκλινική Αθηνών.

Και συνεχίζει: «Και αναρωτιέται κάποιος: Μια μελέτη με 8 άτομα που έλαβαν προβιοτικό (σε λάθος χρονική στιγμή) και, μάλιστα, σκεύασμα αμφιβόλου ποιότητας, είναι ικανή, να ανατρέψει πειστικά επιστημονικά στοιχεία ετών;

Με τη δύναμη της παράφρασης ίσως…

Όμως επιτρέψτε μου να σταθώ στο πιο σημαντικό στοιχείο αυτής της ιστορίας.

Εδώ και χρόνια υποστηρίζω πως, αν σε επίπεδο συμπληρωμάτων διατροφής με βιταμίνες, η διαφορά στην ποιότητα και στη δράση είναι μεγάλη, τότε, ως αναφορά, τα συμπληρώματα προβιοτικών η διαφορά αυτή είναι τεράστια.

Στις δύο αυτές μελέτες χορηγήθηκε σκεύασμα προβιοτικών, το οποίο αφενός δεν αναφέρει πουθενά ποια συγκεκριμένα προβιοτικά στελέχη εμπεριέχει και, αφετέρου, σε 3 κλινικές μελέτες, που είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, απέτυχε να αποδείξει κλινικά οφέλη».

Προκειμένου ένα συμπλήρωμα προβιοτικών να είναι αποτελεσματικό και «τίμιο» με τον καταναλωτή, επιβάλλεται:

  1. Να αναφέρει ακριβώς το γένος, το είδος και το στέλεχος του βακτηρίου.  Η ορθή ταυτοποίηση του είδους και του στελέχους των μικροοργανισμών είναι κρίσιμης σημασίας καθώς οι παρατηρούμενες επιδράσεις στην υγεία του ανθρώπου, αφορούν όχι απλά στα είδη αλλά στα συγκεκριμένα στελέχη των προβιοτικών. Άρα ένα σκεύασμα (όπως και αυτό που χρησιμοποιήθηκε στις μελέτες στο Cell), που αναφέρει ότι εμπεριέχει απλά lactobacillusacidophilus, κοροϊδεύει τον καταναλωτή… Γιατί; Γιατί υπάρχουν 3 στελέχη του lactobacillusacidophilus, με διαφορετικές επιδράσεις το καθένα. Ποιο, λοιπόν, βρίσκεται στο σκεύασμα; Το lactobacillusacidophilus LA-05, το lactobacillusacidophilus NCFM ή το lactobacillusacidophilusRosell -52; Όταν κοιτάμε την ετικέτα, ψάχνουμε για 3 αναφορές και δεν αρκούμαστε στις δύο. Χρειαζόμαστε Γένος – Είδος – Στέλεχος.
  2. Να έχει επιτυχημένες κλινικές δοκιμές στελεχών, που έχουν διεξαχθεί στον άνθρωπο και συγκεκριμένα διπλά τυφλές, τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο, κλινικές μελέτες. Για παράδειγμα ο συνδυασμός δυο προβιοτικών στελεχών του Lactobacillus acidophilus Rosell-52 και του Lactobacillus rhamnosus Rosell-11 είναι ο καταλληλότερος και ο πιο καλά διερευνημένος για τα άτομα που παίρνουν αντιβίωση. Κανένας άλλος συνδυασμός δεν έχει ερευνηθεί επιστημονικά περισσότερο και δεν έχει καταλήξει σε τόσο εντυπωσιακά αποτελέσματα ως προς τη μείωση του ενδεχόμενου εμφάνισης διάρροιας ή των άλλων ανεπιθύμητων ενεργειών της αντιβίωσης.
  3. Να αναγράφει τον αριθμό εκείνο των βακτηρίων, που είναι βιώσιμος μέχρι τη λήξη του προϊόντος και όχι απλά κατά την παραγωγή του.
  4. Να περιέχει 5 έως 6 διαφορετικά προβιοτικά στελέχη και όχι περισσότερα. Αυτό επιβάλλεται, διότι διάφορα προβιοτικά στελέχη έχει αποδειχθεί ότι «κανιβαλίζονται» μεταξύ τους μέσα στην κάψουλα (στις μελέτες στο Cell το σκεύασμα που χορηγήθηκε εμπεριείχε 11 διαφορετικά προβιοτικά…).

«Συμπερασματικά, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν δυο μελέτες, με ελάχιστους συνολικά συμμετέχοντες, να άρουν τα αποτελέσματα  εκατοντάδων κλινικών μελετών, με χιλιάδες συνολικά συμμετέχοντες, τα οποία καταλήγουν σε αδιαμφισβήτητα οφέλη υγείας από τη χορήγηση προβιοτικών, όταν, βέβαια, το σκεύασμα είναι υψηλής ποιότητας και χορηγείται εκεί που πρέπει, εξατομικευμένα», καταλήγει ο ειδικός.