Eπιμέλεια:  Ευγένιος Γκράουρ

Περιορισμένοι είναι οι τρόποι άμυνάς μας ενάντια στον HPV, έναν ιό που ευθύνεται για εκατομμύρια μολύνσεις ετησίως. Ο εμβολιασμός έναντί του είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος πρόληψης, κυρίως των ανθρώπων που δεν έχουν εκτεθεί σε αυτόν. Ωστόσο, δεν είναι ο μοναδικός. Τόσο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που δεν είχαν την ευκαιρία να εμβολιαστούν πριν από την έναρξη της σεξουαλικής ζωής τους, όσο και όσοι έχουν εμβολιαστεί αλλά θέλουν να αποφύγουν την μόλυνση από κάποιους υπότυπους που δεν περιέχονται στο εμβόλιο και τις επιπτώσεις τους, έχουν μια δεύτερη ευκαιρία.

«Ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) είναι ένας ιός που μολύνει το δέρμα και τους βλεννογόνους των ανθρώπων. Ήδη έχουν αναγνωριστεί περισσότεροι από 120 υπότυποι, εκ των οποίων οι 40 περίπου είναι σεξουαλικώς μεταδιδόμενοι. Τα κονδυλώματα μπορούν να μολύνουν τις περιοχές των γεννητικών οργάνων, συμπεριλαμβανομένου του δέρματος του πέους, του αιδοίου και του πρωκτού, καθώς και των επενδύσεων του κόλπου, του τραχήλου της μήτρας και του ορθού. Οι συγκεκριμένοι τύποι μπορούν επίσης να μολύνουν τους βλεννογόνους του στόματος και του λαιμού. Από τους 40 αυτούς υπότυπους, οι 14 τουλάχιστον δύνανται να προκαλέσουν προκαρκινικές αλλοιώσεις και καρκίνο (είναι γνωστοί ως «υψηλού κινδύνου»). Οι HPV 16 και HPV 18 είναι οι πιο συνηθισμένοι τύποι υψηλού κινδύνου, αφού ευθύνονται για περίπου το 70% των περιπτώσεων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Οι τύποι HPV «χαμηλού κινδύνου», συνήθως ο HPV 6 και ο HPV 11, είναι υπεύθυνοι για περίπου το 90% των περιπτώσεων κονδυλωμάτων των γεννητικών οργάνων», μας εξηγεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος Δρ. Χρήστος Στάμου.

Η προσβολή από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων δεν προκαλεί πάντοτε ορατά δια γυμνού οφθαλμού συμπτώματα κι έτσι οι περισσότεροι ασθενείς δεν γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί. Σε όσους έχουν ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα, ο οργανισμός πολεμά τη λοίμωξη και απαλλάσσεται από αυτόν εντός 2 ετών, χωρίς καμία θεραπευτική παρέμβαση. Όταν, όμως, είναι αδύναμο, ο οργανισμός δεν μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικά. Τότε οι ογκογόνοι τύποι του ιού  μπορεί να προκαλέσουν, με την πάροδο των ετών, εξαλλαγή των κυττάρων και να εμφανιστεί καρκίνος στη μολυσμένη περιοχή.

Εκτός από τον πασίγνωστο καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, που είναι ο τέταρτος πιο συχνός στις γυναίκες παγκοσμίως, με περίπου 570.000 νέες περιπτώσεις το 2018, σημαντικά είναι και τα ποσοστά των καρκίνων του πρωκτού του αιδοίου και του πέους που οφείλονται στον HPV. Προκαλεί περίπου το 90% των καρκίνων του πρωκτού και του τραχήλου της μήτρας, το 70% των καρκίνων του κόλπου και του αιδοίου και 60% των καρκίνων του πέους. Μεγάλος αριθμός αυτών μπορεί να αποφευχθεί και γι’ αυτό είναι σημαντικό να εφαρμόζονται πιστά όλοι οι γνωστοί τρόποι προφύλαξης, προκειμένου να μειωθούν τα υψηλά ποσοστά μολύνσεων.

Τα εμβόλια βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά του HPV. Προστατεύουν απολύτως από τους υπότυπους του ιού που προκαλούν συχνότερα τους συγκεκριμένους καρκίνους, καθώς επίσης και εκείνους που προκαλούν τους περισσότερους καρκίνους του στοματοφάρυγγα. Στην Ευρώπη έχει χορηγηθεί άδεια χρήσης σε τρία εμβόλια, ένα διδύναμο, ένα τετραδύναμο και ένα εννιαδύναμο εμβόλιο, ανάλογα με τον αριθμό των τύπων HPV που περιέχουν. Και τα τρία παρέχουν προστασία έναντι παθήσεων που προκαλούνται από HPV τύπους 16 και 18 και φαίνεται ότι αποτρέπουν περισσότερο από το 90% των προκαρκινικών αλλοιώσεων που σχετίζονται με αυτούς τους 2 τύπους ιών. Το εννιαδύναμο εμβόλιο αποτρέπει επιπλέον περισσότερο από το 90% των προκαρκινικών αλλοιώσεων που σχετίζονται με τους τύπους HPV 31, 33, 45, 52 και 58.

Εκτός από τον εμβολιασμό έναντι του HPV, που αποτελεί την πρωτογενή πρόληψη, η δευτερογενής πρόληψη αφορά στα βήματα που μπορεί να κάνει ο καθένας για να μειώσει τις πιθανότητες μόλυνσης. Παρότι ο μόνος τρόπος αποφυγής του ιού είναι η απόλυτη αποχή από κάθε σεξουαλική πράξη, η διακοπή του καπνίσματος, το ασφαλές σεξ, η βελτίωση του ανοσοποιητικού συστήματος και οι προληπτικές εξετάσεις λειτουργούν προφυλακτικά.

Όπως διευκρινίζει ο Δρ. Στάμου, το κάπνισμα είναι γνωστό ότι αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου, καθώς οι καρκινογόνες ουσίες που περιέχει επηρεάζουν αρνητικά την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να καταπολεμά τη μόλυνση από τον HPV. Ο περιορισμός των ερωτικών συντρόφων και η χρήση προφυλακτικού ενισχύει την προστασία από τον ιό, χωρίς, όμως, να αποκλείει τη μόλυνση, καθώς ο HPV μεταδίδεται μέσω επαφής του δέρματος με δέρμα, στις περιοχές που μένουν εκτεθειμένες. Η ενίσχυση του ανοσοποιητικού γίνεται με την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής. Η διατροφή, η άσκηση, ο ποιοτικός ύπνος, ο έλεγχος του στρες και του σωματικού βάρους και ο περιορισμός της πρόσληψης αλκοόλ θωρακίζουν τον οργανισμό.

Στη δευτερογενή πρόληψη συμπεριλαμβάνονται οι προληπτικές εξετάσεις. Αυτές θα πρέπει να γίνονται τόσο από εκείνους που δεν έχουν εμβολιαστεί έναντι του HPV, όσο και από τους εμβολιασμένους, καθώς το εμβόλιο δεν προφυλάσσει από το σύνολο των υπότυπων του ιού. Η κλινική εξέταση, αλλά και ορισμένες εξειδικευμένες εξετάσεις, όπως το τεστ Παπ, το τεστ HPV – DNA, η δοκιμασία οξικού οξέος και η βιοψία ιστού, είναι οι διαγνωστικές εξετάσεις που μπορούν να εντοπίσουν κάθε αλλοίωση και να προσδιορίσουν τον υπότυπο και τη βλάβη που έχει προκαλέσει ο ιός.

Για τους ανθρώπους που διαπιστώνεται η μόλυνση από τον HPV, η θεραπεία είναι απαραίτητη. Σε διαφορετική περίπτωση η εξάπλωση και η εξέλιξη των βλαβών είναι δεδομένη.

«Η αντιμετώπισή τους γίνεται είτε με τοπικές θεραπείες είτε με χειρουργική επέμβαση. Η τελευταία περιλαμβάνει κρυοχειρουργική με υγρό άζωτο, ηλεκτροχειρουργική, χειρουργική εκτομή με νυστέρι, ψαλίδι ή ξέστρο, υπερηχητική χειρουργική αναρρόφηση, Mohs χειρουργική επέμβαση και εξάχνωση με λέιζερ διοξειδίου του άνθρακα.

Τα τελευταίας γενιάς υπερπαλμικά laser μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην πλειονότητα των ασθενών και προτιμώνται, καθώς προσφέρουν ταχύτερη και ανώδυνη θεραπεία, με άριστο αισθητικό αποτέλεσμα. Δίνουν δε τη δυνατότητα θεραπείας πολλαπλών βλαβών, ακόμα και αόρατων με γυμνό μάτι, σε μία μόνο επίσκεψη.

Πέραν της θεραπείας, η παρακολούθηση τους επόμενους μήνες αλλά και ο έλεγχος του συντρόφου για κονδυλώματα εξασφαλίζει την αποφυγή της υποτροπής», καταλήγει ο Δρ. Χρήστος Στάμου.