Eπιμέλεια:  Ευγένιος Γκράουρ

Νέα δεδομένα για τη θεραπεία κατά της ψωρίασης προκύπτουν από πρόσφατη μελέτη καθώς, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό The British Journal of Dermatology, οι γυναίκες ανταποκρίνονται καλύτερα στη συστηματική θεραπεία από ό,τι οι άνδρες ανεξάρτητα από τα φάρμακα που λαμβάνουν. Η διαφορά αυτή μπορεί να υποδηλώνει την ανάγκη για πιο εξατομικευμένη θεραπευτική προσέγγιση και επιλογή φαρμάκων, προκειμένου οι ασθενείς να παρουσιάζουν μεγαλύτερη ύφεση των συμπτωμάτων τους.

«Στην Ευρώπη από ψωρίαση πάσχουν περισσότεροι από 14,5 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ στην Ελλάδα, κατά προσέγγιση, το 2-3% του πληθυσμού πάσχει από κάποια μορφή της νόσου. Πρόκειται για μια σύνθετη, χρόνια, πολυπαραγοντική, φλεγμονώδη πάθηση, που προκαλεί υπερπολλαπλασιασμό των κερατινοκυττάρων της επιδερμίδας, εξαιτίας γενετικών, ανοσολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Εκδηλώνεται συνηθέστερα στο δέρμα των αγκώνων, των γονάτων, του τριχωτού της κεφαλής, της μέσης και της μεσογλουτιαίας σχισμής. Εμφανίζεται επίσης στις παλάμες και τα πέλματα, ενώ στο ένα τρίτο σχεδόν των ασθενών προσβάλλονται και οι αρθρώσεις», μας εξηγεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος Δρ. Χρήστος Στάμου.

Το 65% των ασθενών περίπου παρουσιάζει ήπια συμπτώματα και οι υπόλοιποι ταλαιπωρούνται από μέτρια ή σοβαρή ψωρίαση. Η διάγνωση γίνεται κυρίως μέσω της κλινικής εξέτασης, ενώ όταν υπάρχουν αμφιβολίες λαμβάνεται δείγμα και πραγματοποιείται βιοψία.

Η διαχείριση της ψωρίασης είναι πολυπαραγοντική και για τη διαμόρφωση του θεραπευτικού πλάνου λαμβάνονται υπόψη η βαρύτητά της, η έκτασή της στο σώμα, η κλινική μορφή της και το κατά πόσο επηρεάζει την ποιότητα ζωής του ασθενή.

Όταν τα συμπτώματα είναι ήπια, προτιμώνται τοπικές θεραπείες, ενώ στους ασθενείς με μέτρια ή έντονα συμπτώματα χορηγούνται θεραπείες από το στόμα. Υπάρχουν διαθέσιμα πολλά φάρμακα για τον έλεγχό τους, όπως τοπικά, ενδομυϊκά και ενδοθηλιακά κορτικοστεροειδή, κερατολυτικοί παράγοντες, ρετινοειδή, ανάλογα βιταμίνης D3, λιθανθρακόπισσα, αντιμεταβολίτες, ανοσοτροποποιητές, αναστολείς του TNF, αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης και αναστολείς της ιντερλευκίνης.

Η αντιμετώπιση των ήπιων και μέτριων μορφών της ψωρίασης γίνεται και με φωτοθεραπεία με ηλιακή ή υπεριώδη ακτινοβολία. Ορισμένες από του στόματος θεραπείες μπορούν να συνδυαστούν τόσο με τοπικά φάρμακα όσο και με βιολογικούς παράγοντες. Οι τελευταίοι χρησιμοποιούνται σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται ή υπάρχουν αντενδείξεις σε άλλα φάρμακα.

Μέχρι σήμερα κανένα αντιψωριασικό φάρμακο δεν χορηγείται ανάλογα με το φύλο. Τα περισσότερα, μάλιστα, χορηγούνται ανεξάρτητα από το βάρος, από τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), ο οποίος είναι κατά κανόνα χαμηλότερος στις γυναίκες από τους άνδρες. Αυτοί μπορεί να είναι δύο από τους πολλούς παράγοντες που ενδεχομένως παίζουν ρόλο στην αποτελεσματικότητα της χορηγούμενης αντιψωριασικής συστηματικής θεραπείας.

Ωστόσο, παρότι η ψωρίαση προσβάλλει σχεδόν εξίσου και τα δύο φύλα, μελέτες έχουν εντοπίσει στο παρελθόν διαφορές στη χορήγηση και τη συμπεριφορά. Σε μια έρευνα σε 1.000 δερματολόγους των ΗΠΑ σχετικά με το φύλο των ασθενών και τη θεραπεία, εντοπίστηκαν αποκλίσεις μεταξύ γυναικών και ανδρών. Όσον αφορά τη θεραπεία πρώτης γραμμής, οι ιατροί έτειναν να συστήνουν θεραπείες που θεωρούνταν ότι είχαν λιγότερους κινδύνους παρενεργειών σημαντικά συχνότερα στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες (συγκεκριμένα θεραπεία με UVB φωτοθεραπεία στο 56,3% των γυναικών έναντι 39% των ανδρών). Αυτό δείχνει ότι υπάρχει διαφορά στη χορήγηση αντιψωριασικών θεραπειών σε άνδρες και γυναίκες, θέτοντας το ζήτημα της προκατάληψης λόγω φύλου. Ωστόσο, η θεραπεία με UVB είναι μία από τις θεραπείες επιλογής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Επίσης, υπάρχουν θεραπείες που δεν πρέπει να χορηγούνται σε γυναίκες που είναι ή προτίθενται να μείνουν έγκυες.

Επιπλέον, μια ανάλυση του 2019 σχετικά με τις ανάγκες των ασθενών ανάλογα με το φύλο αποκάλυψε ότι η επίδραση της ψωρίασης στις γυναίκες είναι μεγαλύτερη και έχουν υψηλότερες προσδοκίες από τη θεραπεία.

Δεδομένης της έλλειψης μελετών που αξιολογούν ειδικά τις διαφορές ανδρών και γυναικών στην ανταπόκριση στη θεραπεία, επιστήμονες από πανεπιστημιακά νοσοκομεία της Γερμανίας, της Ελβετίας και των ΗΠΑ, ενδιαφέρθηκαν να μάθουν αν η έκβαση των ασθενών που λαμβάνουν αντιψωριασική θεραπεία εξαρτάται και από το φύλο.

Αναλύθηκαν δεδομένα από 5.345 ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή ψωρίαση. Συνολικά, οι 3.185 (59,6%) ήταν άνδρες και οι 2.160 (40,4%) ήταν γυναίκες, με μέση ηλικία τα 47,1 έτη. Οι ασθενείς είχαν μέσο βάρος 85,5 kg (μέσος ΔΜΣ 28,4). Το 38% ανέφερε ότι κάποιος συγγενής πρώτου βαθμού είχε ψωρίαση. Κατά μέσο όρο, οι ασθενείς έπασχαν από ψωρίαση για 17,4 χρόνια. Ο μέσος όρος του Δείκτη Επιφάνειας και Σοβαρότητας Ψωρίασης PASI ήταν 14,2 και η μέση προσβεβλημένη επιφάνεια σώματος ήταν 22,7%. Περίπου κάθε δεύτερος ασθενής (51,4%) είχε ψωρίαση των νυχιών και το 19,1% των ασθενών ανέφεραν ψωριασική αρθρίτιδα.

Η ανταπόκριση στη θεραπεία αξιολογήθηκε τον 3ο, 6ο και 12ο μήνα της συνεχιζόμενης θεραπείας και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες ανταποκρίνονται καλύτερα στη συστηματική θεραπεία από ό,τι οι άνδρες με όλες τις εξεταζόμενες θεραπείες.  Η επιλογή θεραπείας που αναλύθηκε ανά φύλο έδειξε ότι οι γυναίκες (30,2%) έλαβαν θεραπεία με βιολογικά φάρμακα εξίσου συχνά με τους άνδρες (32,7%), και ως εκ τούτου δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στη συνταγογράφηση, οπότε η διαφορά δεν οφείλεται στα συγκεκριμένα φάρμακα.

«Ενδεχομένως μελλοντικές έρευνες να συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των παραγόντων που θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας, προκειμένου να βοηθούμε πιο αποτελεσματικά τους ασθενείς με ψωρίαση και πάντα σύμφωνα με τις ατομικές τους ανάγκες», καταλήγει ο Δρ. Χρήστος Στάμου.