Eπιμέλεια:  Ευγένιος Γκράουρ

Ελάχιστες είναι οι πιθανότητες των ηλικιωμένων που υποβάλλονται σε αφαίρεση του θυρεοειδούς λόγω της νόσου Graves να εμφανίσουν μόνιμο υποπαραθυρεοειδισμό, σύμφωνα με μια μελέτη που παρουσιάστηκε πριν από μερικές ημέρες στο 90ο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Θυρεοειδούς (ATA). Απαραίτητη προϋπόθεση, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι η θυρεοειδεκτομή να πραγματοποιείται από έμπειρο χειρουργό του συγκεκριμένου αδένα.

Τα ευρήματα αυτά κατευνάζουν τις ανησυχίες σχετικά με την επιπλοκή και επιτρέπει στους κλινικούς ιατρούς αλλά και στους ασθενείς να επιλέγουν τη χειρουργική αντιμετώπιση της νόσου όταν είναι η καλύτερη θεραπευτική επιλογή για αυτούς.

«Η νόσος του Graves είναι μια αυτοάνοση ασθένεια που καταστρέφει τον θυρεοειδή αδένα, ρόλος του οποίου είναι η ρύθμιση του μεταβολισμού, και οδηγεί σε υπερθυρεοειδισμό. Τότε ο αδένας των πασχόντων παράγει μεγαλύτερες ποσότητες θυρεοειδικής ορμόνης απ’ ότι έχει ανάγκη ο οργανισμός.

Ένας υπερδραστήριος θυρεοειδής προκαλεί προβλήματα σε διάφορα όργανα, όπως η καρδιά, καθώς και στα οστά και τους μυς. Γίνεται επίσης αιτία διαταραχών ύπνου, τρέμουλου στα χέρια, και απώλειας βάρους», μας εξηγεί ο Καθηγητής Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής στον Όμιλο ΥΓΕΙΑ, κ. Δημήτρης Λινός.

Η νόσος μπορεί να είναι και κληρονομική και εμφανίζεται σε άτομα ηλικίας μεταξύ 30 και 50 ετών. Είναι συνηθέστερη στις γυναίκες και πολλές φορές συνυπάρχει με άλλες αυτοάνοσες παθήσεις, όπως λύκο και διαβήτη τύπου 2. Αυξημένες πιθανότητες να αναπτύξουν νόσο του Graves  έχουν επίσης όσοι πάσχουν από λεύκη, από έλλειψη σιδήρου που προκαλείται από έλλειψη βιταμίνης Β12 ή από ορμονικές διαταραχές.

Οι θεραπευτικές επιλογές για τη διαχείριση της νόσου είναι η λήψη φαρμακευτικής αγωγής (β-ανταγωνιστών και αντιθυρεοειδικά φάρμακα), τα οποία δεν θεραπεύουν μόνιμα την πάθηση, η χορήγηση μικρής ποσότητας ραδιενεργού ιωδίου, η οποία ενέχει τον κίνδυνο μόνιμης υπολειτουργίας του αδένα, και η χειρουργική αφαίρεση του υπερδραστήριου αδένα.

Όταν όμως η επέμβαση αυτή διενεργείται από σχετικά άπειρους χειρουργούς υπάρχει ο κίνδυνος βλάβης των παλίνδρομων λαρυγγικών νεύρων που οδηγεί σε διαταραχή της ομιλίας και βλάβη των παραθυρεοειδών αδένων που βρίσκονται δίπλα στον θυρεοειδή, η οποία οδηγεί σε υποπαραθυρεοειδισμό. Τις περισσότερες φορές αυτός είναι ήπιος και υποχωρεί μετά από μερικές εβδομάδες και σπανιότερα γίνεται μόνιμος.

Ο υποπαραθυρεοειδισμός είναι μια χρόνια ασθένεια που επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής του ασθενούς και η συνεχής θεραπεία μπορεί να είναι δύσκολη. Πρακτικά, όταν τα επίπεδα της παραθορμόνης (PTH) που παράγεται από τους παραθυρεοειδείς αδένες και είναι υπεύθυνη για την άμεση ρύθμιση των επιπέδων ασβεστίου στο αίμα είναι χαμηλά, οπότε και τα επίπεδα ασβεστίου είναι χαμηλά.

Για τη διερεύνηση της συχνότητας της επιπλοκής μεταξύ των ηλικιωμένων με νόσο Graves που υποβάλλονται σε θυρεοειδεκτομή, ερευνητές από το Τμήμα Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Stanford (Καλιφόρνια) αξιολόγησαν δεδομένα ασθενών μέσης ηλικίας 72,8 ετών, αποκλείοντας άτομα που είχαν καρκίνο του θυρεοειδούς ή στους οποίους χορηγήθηκε προεγχειρητικά καλσιτριόλη ή ανασυνδυασμένη παραθυρεοειδική ορμόνη.

Από τους 4.629 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ολική θυρεοειδεκτομή για τη νόσο Graves κατά την περίοδο της μελέτης, μόλις τα 105 (2,3%) ανέπτυξαν μόνιμο υποπαραθυρεοειδισμό, που καθορίστηκε από τα αρχεία επίμονης χρήσης καλσιτριόλης ή ανασυνδυασμένης παραθυρεοειδούς ορμόνης 6 έως 12 μήνες μετά τη θυρεοειδεκτομή.

Σε σύγκριση με εκείνους που δεν εμφάνισαν μόνιμο υποπαραθυρεοειδισμό, όσοι εμφάνισαν ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία.

Μετά από συνυπολογισμό διαφόρων παραμέτρων, η μεγαλύτερη ηλικία παρέμεινε το μόνο χαρακτηριστικό που σχετίζεται ανεξάρτητα με μόνιμο υποπαραθυρεοειδισμό. Ενδεχομένως αυτό να οφείλεται στην πιο επιβαρυμένη παθολογία αυτών των ασθενών, όπως σε μεγαλύτερες βρογχοκήλες.

Το ποσοστό υποπαραθυρεοειδισμού 2,3% που βρήκαν οι ερευνητές είναι πολύ χαμηλότερο από τα ποσοστά που παρατηρήθηκαν σε άλλες πρόσφατες μελέτες, οι οποίες ανέφεραν μόνιμα ποσοστά υποπαραθυρεοειδισμού μετά από θυρεοειδεκτομή έως 12,5% έως 15%. Ωστόσο, μελέτες από επιλεγμένα κέντρα που πραγματοποιούσαν μεγάλο αριθμό τέτοιων επεμβάσεων έχουν δείξει παρόμοια ποσοστά με αυτά που αναφέρθηκαν στην τρέχουσα μελέτη, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εμπειρία του χειρουργού σε τέτοιες επεμβάσεις έχει καθοριστικό ρόλο.

Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχή χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς παίζει και η μέθοδος που θα ακολουθηθεί. Ο καθηγητής Δημήτρης Λινός, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του περισσότερες χιλιάδες θυρεοειδεκτομές και θεωρείται από τους πλέον έμπειρους χειρουργούς θυρεοειδούς παγκοσμίως, πραγματοποιεί την επέμβαση αυτή με μια μέθοδο που ο ίδιος εφάρμοσε πρώτος και καθιέρωσε διεθνώς, την ΜΙΝΕΤ (Minimally Invasive Non Endoscopic Thyroidectomy).

«Η εγχείρηση ΜΙΝΕΤ είναι μια ελάχιστα επεμβατική χειρουργική επέμβαση που προοδευτικά εφαρμόζεται από όλο και περισσότερους διεθνούς κύρους χειρουργούς σε όλο τον κόσμο, με σημαντικά πλεονεκτήματα τη μεγαλύτερη ασφάλεια, το καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα, τον ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο και τη πολύ μικρή διάρκεια νοσηλείας. Η αφαίρεση του θυρεοειδούς με τη συγκεκριμένη μέθοδο σχεδόν αποκλείει την εμφάνιση μόνιμου υποπαραθυρεοειδισμού, διότι πάντα ανευρίσκονται και διατηρούνται σε σταθερή θέση πάνω από την είσοδο του παλίνδρομου λαρυγγικού νεύρου στον λάρυγγα», καταλήγει ο καθηγητής κ. Δημήτρης Λινός.